[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Οιδίπους καβαφικός

Gustave Moreau (1826-1898), Œdipe et le Sphinx (1864),

ελαιογραφία σε καμβά, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς

«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορώ.

 

Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη

με δόντια και με νύχια τεντωμένα

και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.

Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,

τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —

τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία

δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.

Μα μ’ όλο που ακουμπά τα δυο του πόδια

το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,

συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου

τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει

την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.

Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.

Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο

την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα

τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,

και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.

Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του

που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι

με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα

αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

 

Κ. Π. Καβάφης, «Ο Οιδίπους», Αποκηρυγμένα – Ποιήματα και μεταφράσεις,

εκδόσεις Ίκαρος, 1983.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

 

                              1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου

με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,

τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια

(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,

ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πὄχει,

που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα.

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,

κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

 

(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Μεσολογγιού).

                                   2

Έργα και λόγια, στοχασμοί, –στέκομαι και κοιτάζω–

λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,

κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.

Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.–

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

[…]

 

Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Γ’ Σχεδίασμα: 1844-1849/1850).