[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

 

                              1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου

με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,

τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια

(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,

ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πὄχει,

που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα.

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,

κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

 

(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Μεσολογγιού).

                                   2

Έργα και λόγια, στοχασμοί, –στέκομαι και κοιτάζω–

λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,

κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.

Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.–

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

[…]

 

Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Γ’ Σχεδίασμα: 1844-1849/1850).