Νύχτα.
Μια
νύχτα ακόμα στις χιλιάδες νύχτες.
Ερημιά.
Πόσοι
άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
κλαίνε
ολομόναχοι
ζητιανεύουν
κοιμούνται
κάτω απ’ τις εκκλησιές
πόσοι
αγκαλιάζονται παράφορα μες στο σκοτάδι.
Πόσοι
άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
καίγονται
από μεγάλα όνειρα
κρυώνουν
από λησμονιά
πόσους
απόψε θάβουν στα στρατιωτικά νεκροταφεία.
Πόσοι
απόψε ξεκινάν περήφανοι
πόσοι
γυρίζουν νικημένοι
πόσοι
χωρίζονται για πάντα χωρίς να ξαναϊδωθούν ποτέ
πόσοι
αγρυπνάνε πλάι σε νεκρούς ενώ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
ακούγεται
να βουίζει ο κόσμος
πόσοι
φωνάζουν απελπισμένα, πόσοι σωπαίνουν πιο απελπισμένα
οι
φάροι αναβοσβήνουνε μακριά
κυλάνε
ουρλιάζοντας τα τρένα μες στη νύχτα
κυλάει
ο χρόνος
οι
πολιτείες κοιμούνται τυλιγμένες στην καταχνιά.
Πόσοι
άνθρωποι απόψε σέρνονται στο σκοτάδι
μεταφέρουν
πυρομαχικά
ανατινάζουν
τις γέφυρες
βάζουν
μεγάλες φωτιές
προδίνουν
πόσοι
άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
πεθαίνουν
μες στη νύχτα σιωπηλά —
ζωή
ζωή
σ’
ακούμε να σε ποδοπατάνε μες στη νύχτα
σ’
ακούμε μέσα στο σκοτάδι να φωνάζεις βοήθεια
α,
ζωή, στη μια γωνιά σε ντουφεκίζουν
και
στην άλλη σηκώνεσαι ξανά και τραγουδάς
μ’
ακόμα πιο δυνατή τη φωνή σου…
Τάσος
Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (απόσπασμα),
Αθήνα, εκδόσεις
Κέδρος, 1956.