Οι
άλλοι δοκίμασαν να ζήσουν, αφού τους ξέχασε η μέθη και ο θάνατος. Μα ο καιρός
είχε μοιράσει τα χωράφια του, – τον ελαιώνα και τη θάλασσα, είχε παντρέψει τα
κορίτσια του και λιάζονταν σε κάποιο γηροκομείο. Ταξίδεψαν στην επαρχία,
έβγαλαν από δω και από κει λίγους παράδες, μπάλωσαν κάτι τρύπες, έκαναν θόρυβο,
έκαναν θόρυβο καθώς προχώρησαν ανάμεσα στα έπιπλα της μικρής τους ευτυχίας.
Έτσι κηδέψανε τον Καρυωτάκη και πέρασαν τα χρόνια. Για τα δικά τους γερατειά
τούς έμεινε αυτό το άθλιο υπόγειο με τους υγρούς υπαινιγμούς ενός λησμονημένου
κήπου, τους έμειναν μόνο οι καρέκλες που κάθε μέρα άλλαζαν μνημόσυνα, στις δέκα
η ώρα το βράδυ έπεφτε πάντα η σιωπή που τους είχε κρίνει. Το μεσημέρι λάβδανο.
Όταν χτυπάει το κύμα, δεν είναι ν’ ανοίξει κανείς.
Μάριος
Μαρκίδης, «Πιστοποιητικό υγείας», Η λυρική πλάνη (1960 - 1970). Στο: Μετά
είκοσι έτη, Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 1985.