Τι θόρυβος
είναι αυτός που μας ξύπνησε Άραμη…
Ποια
νυχτερινή κατεβασιά από τον Παρνασσό
τα
βράχια κατρακυλώντας σκέπασαν την Πυθία
άντε
να παριστάνεις τώρα τον φλογερό αρχαιολόγο
άντε
να σκαλίζεις τα ένδοξα χώματα
κι ο
Άθως να λείπει όπως πάντα
στο κυνήγι.
Ο
Πόρθος ο ανόητος ζορίζει ακόμη τις γριές
να
μιλήσουν.
Μα τί
θυμούνται οι γριές, τί μπορούν να θυμούνται
οι
άλλοι μάς φάγανε τον Βελουχιώτη
τους φάγαμε
κι εμείς αργότερα αυτό τον σάρακα
τον
Ρισελιέ
οι
γριές τούς μπερδεύουν στα μοιρολόγια, τί μπορούν
να
θυμούνται;
Φοράμε
μέχρι σήμερα την παλιά εύφημη μνεία σα φυλαχτό
στο
λαιμό μας.
Δεν
έχουμε πια να στυλώνουμε τ’ αυτί στο ρολόι του Αγίου
Σουλπικίου
ούτε
να τρέχουμε θεονήστικοι στην Αράχωβα κι ο βασιλιάς
να ‘χει κριθεί στη
Λαμία
—
Μόνο μη χωριστούμε
μπορούμε
να σηκώσουμε μονάχοι μας κι αυτή
την παρέλαση.
Μόνο
μη χωριστούμε
μόνο
μη χάσω το χέρι σου περνώντας το ποτάμι
ανίσως
και χωρίσουμε δεν ξανασμίγουμε άλλο.
Μάριος Μαρκίδης, «Μετά είκοσι έτη», στην ομότιτλη συγκεντρωτική έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 1985.