ΘΗΣΕΑΣ:
[...]
Για
την πόλη δεν υπάρχει τίποτε απεχθέστερο από τον δυνάστη·
το
πρώτιστο: εκεί οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους·
την
εξουσία την ασκεί μονάχα ένας
και
αυτός κρατάει στα χέρια του τον νόμο·
αυτό
και μόνο αναιρεί την ισότητα.
Όταν
όμως υπάρχουν νόμοι γραπτοί,
το
δίκαιο ισχύει εξίσου και για τον ταπεινό και για τον πλούσιο
και
μπορεί ο ανίσχυρος, όταν δέχεται επιθέσεις,
να
απαντά στον ισχυρό στον ίδιο τόνο,
και
φτάνει να νικά ο μικρός τον ισχυρό, αν έχει δίκιο.
Και η
πεμπτουσία της ελευθερίας,
εκείνο
το «ποιος έχει να προτείνει κάτι καλό για την πόλη;
να
έρθει να το καταθέσει εδώ, ενώπιον όλων».
Όποιος
προσφέρεται δοξάζεται, όποιος δεν θέλει σιωπά.
Για
την πόλη νοείται ισότητα ανώτερη απ᾽ αυτή;
Εξάλλου,
όπου κρατά ο δήμος τα ηνία της χώρας,
χαίρεται
όταν υπάρχουν στην πόλη νέοι παλληκάρια·
Ένας
όμως που είναι βασιλιάς αισθάνεται μίσος γι᾽ αυτό
και
όσους κρατούν από καλή γενιά και όσους θεωρεί ευφυείς
τους
θανατώνει, γιατί φοβάται για την εξουσία του.
Και
πώς θα μπορέσει μια πόλη να γίνει ισχυρή,
όταν
κάποιος θερίζει το άνθος των νέων
σα να
᾽ναι στάχυ σε λιβάδι ανοιξιάτικο;
Και
ποιο το όφελος να θησαυρίζει κάποιος
πλούτη
και βιός για τα παιδιά του;
Μήπως
για να μεγαλώνει με τον ιδρώτα του το βιός του δυνάστη;
[...]
Ευριπίδης,
Ικέτιδες (424-420 π.Χ.;), στίχοι 429-451, μετάφραση:
Θ. Κ. Στεφανόπουλος. Βλ. Ανθολογία
Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.