[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Ας φρόντιζαν

 
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
 
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.
 
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
 
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —
τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.
 
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
 
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
 
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
 
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

 
Κ. Π. Καβάφης, «Ας φρόντιζαν» (1930), Ποιήματα 1897-1933,
εκδόσεις Ίκαρος, 1984.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που γελούσε



Σωτ. Παστάκας (1954-)
Η πρώτη εντύπωση. Άψογη η εκτύπωση:
Γνήσιο χαρτί Kodak, ζωντανά χρώματα,
Σωστή η γωνία λήψεως και ο φωτισμός.
Αναμφισβήτητα αναγνωρίζω τον εαυτό μου
Στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Όμως
Το σκοτάδι που μόνιμα κατοικεί στα μάτια
Βγήκε καστανού χρώματος, η δίνη του στόματος
Έχει περιοριστεί σε δυο κόκκινα χείλη, αυτά
Τα καλοχτενισμένα μαλλιά δεν αντανακλούν
Επ’ ουδενί την αταξία στο κεφάλι μου
Κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο
– Πώς να το πω; – ασυστόλως ψεύδεται,
Αγαπητοί μου φίλοι.

 
Σωτήρης Παστάκας, «Ο άνθρωπος που γελούσε»,
Η μάθηση της αναπνοής, εκδ. Πλανόδιον, 1990.