[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Για τον Μάριο Μαρκίδη

Μάριος Μαρκίδης (1940-2003)

Βασική βιβλιογραφία


1. Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία, «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά», τόμος Στ΄ (επιμέλεια, εισαγωγή, ανθολόγηση: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου), Αθήνα, εκδ. Σοκόλη, 2002, σσ. 67 και 542-555. Περιλαμβάνονται:
εισαγωγική αναφορά στο ποιητικό έργο του Μάριου Μαρκίδη (από τον επιμελητή του τόμου), βιογραφικά στοιχεία, εργογραφία, σύντομη κριτική παρουσίαση από τον Ευριπίδη Γαραντούδη, επιλογή βιβλιογραφίας, μικρό ποιητικό ανθολόγιο, εικονογράφηση.

2. Περιοδικό Σημειώσεις, «Αφιέρωμα στον Μάριο Μαρκίδη», τεύχος 58, Αθήνα, εκδ. Έρασμος, Ιανουάριος 2004, σελίδες: 3-108. Περιλαμβάνονται κείμενα των: Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Βύρωνα Λεοντάρη, Στέφανου Ροζάνη, Μάρκου Μέσκου, Τάσου Πορφύρη, Σάββα Μιχαήλ, Δημήτρη Βεργέτη, Μάριου Μαρκίδη. Στο τέλος, μικρό ανθολόγιο (απ’ όλες τις ποιητικές συλλογές του Μαρκίδη) και εργογραφία.

3. Σύναψις (τριμηνιαία επιθεώρηση ψυχιατρικής, νευροεπιστημών και επιστημών του ανθρώπου), «Αφιέρωμα στον Μάριο Μαρκίδη», τεύχος 22, τόμος 7, Αθήνα, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2011, σελίδες: 4-107. Περιλαμβάνονται: εργοβιογραφικά στοιχεία και επιλογή κειμένων του Μαρκίδη. Για το επιστημονικό και το λογοτεχνικό του έργο γράφουν: Γιώργος Χριστοδούλου, Βασίλης Κονταξάκης, Δημήτρης Πλουμπίδης, Μαρίνα Οικονόμου, Γιάννης Ζέρβας, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Κώστας Σολδάτος, Μανώλης Μαρκιανός, Θανάσης Τζαβάρας, Δημήτρης Βεργέτης, Γρηγόρης Βασλαματζής, Γιάννης Γ. Παπακώστας, Μαρία Χατζηανδρέου, Μάριος Μπέγζος, Παναγιώτης Ουλής, Θανάσης Καράβατος, Παντελής Μπουκάλας, Στέφανος Ροζάνης.

4. Ποίηση – Φιλοσοφία – Ψυχιατρική, αφιερωματικός τόμος στον καθηγητή Μάριο Μαρκίδη (επιμέλεια: Κώστας Σολδάτος, Στέφανος Ροζάνης, Γρηγόρης Βασλαματζής, Θεοδόσης Πελεγρίνης), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2013. 

Και στο διαδίκτυο:

1. Άρθρο Σύνταξης στο περιοδικό Ψυχιατρική 2003, 14 (3):166-167 («Τελευταίος χαιρετισμός στον Μάριο Μαρκίδη»). Υπογράφουν οι Γ.Ν. Χριστοδούλου και Β.Π. Κονταξάκης.

2. Δημήτρης Βεργέτης, «Εκλεκτικές συγγένειες: Το ήθος, ο λόγος και η ψυχανάλυση στο έργο του Μάριου Μαρκίδη». (Περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του περιοδικού Σύναψις – ό.π., σσ. 66-72).
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=3748

3. Παντελής Μπουκάλας, «Για την “αχαΐρευτη ράτσα των ποιητών”». (Περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του περιοδικού Σύναψις – ό.π., σσ. 101-104).
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=3708

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Τα παγανά



Ξυλογραφία του Γ. Μόραλη για τη νουβέλα
του Στράτη Μυριβήλη «Τα παγανά», 1945.
   (απόπειρα λαθρανάγνωσης)


   Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, στο Δωδεκάμερο, από τα Χριστούγεννα μέχρι τον αγιασμό των Φώτων, παιδεύουν τους ανθρώπους οι καλικάντζαροι. Τα παγανά. (Paganus, στα Λατινικά, σήμαινε χωρικός. Μεταγενέστερα: μη Χριστιανός, ειδωλολάτρης).
   Δεν είναι αλήθεια ότι τα παγανά ανεβαίνουν στη γη το Δωδεκάμερο. Κατοικούν μόνιμα στο ασυνείδητο και αναδύονται για να μας θυμίσουν τραύματα, φόβους, ενοχές, επιθυμίες, ματαιώσεις – κι αλίμονο σ’ όποιον αντισταθεί. Είναι οι άξεστοι χωριάτες, που ροκανίζουν το Δέντρο της Γης, χωρίς να καταφέρνουν να το κόψουν. Κατευθείαν απόγονοι των ακολούθων του Διονύσου, αναστατώνουν τα πάντα, θεία χάριτι, κι εξαφανίζονται, το ίδιο απροσδόκητα όπως ήρθαν.
   Στο μεταξύ, το παραμύθι τους μας συνεπαίρνει με τις αλήθειες του.


   «Τα παγανά» είναι έργο της ωριμότητας του Μυριβήλη, γραμμένο το 1944, μες στην Κατοχή, λίγους μήνες πριν τα Δεκεμβριανά (βλ. σημ. 1). Ο συγγραφέας, με πρόφαση μια «χριστουγεννιάτικη» νουβέλα, καταλήγει να ψηλαφεί την αφανή πλευρά της ύπαρξης.
   Δυο νύχτες μετά τα Χριστούγεννα, στη διάρκεια ενός σαββατόβραδου, κάπου στους πρόποδες της Ακρόπολης, ο κεντρικός ήρωας, ο 75χρονος Ακαδημαϊκός και συνταξιούχος Καθηγητής Πανεπιστημίου, ο δημιουργός της «Συγκριτικής Μυθολογίας του Ελληνικού Λαού», κύριος Γεράσιμος Παρασκευάς, σε κατάσταση ιερής μέθης, αναζητεί το «τραγικό στοιχείο της ζωής» (sic). Της ζωής του. Ήδη από την προμετωπίδα του βιβλίου, ο αναγνώστης είναι προϊδεασμένος: «Τι γαρ ωφελήσει εάν κερδίσει τις τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού;». Ο Παρασκευάς του Μυριβήλη, είναι ένας ιθαγενής ναυαγός, χωρίς Ροβινσώνα, έτοιμος να στείλει το στερνό του μήνυμα: «Μέσα σ’ ένα βιβλίο, άξιο να τα βάλει με το θάνατο, μπορεί να κλείσει κανείς όλα τα όνειρά του και να τα παραδώσει στη θάλασσα του χρόνου, όπως οι ετοιμοθάνατοι ναυαγισμένοι αφήνουν στα κύματα το βουλωμένο μπουκάλι με το χαρτάκι του τελευταίου χαιρετισμού τους προς τη ζωή!» (σ.35 - βλ. σημ. 2).
   Αναρωτιέται: «Τι την έκαμες τη ζωή σου; Είσαι βέβαιος πως οι θεοί που λάτρεψες στάθηκαν οι αληθινοί θεοί; Και αν αυτό ήτανε μια απάτη, πού βρίσκεται τώρα η πόρτα της σωτηρίας, η έξοδος κινδύνου;». Η δική του Αριάδνη, η νόμιμη σύζυγος, η φυσική κληρονόμος μιας άρχουσας τάξης όπου ο Ηπειρώτης χωρικός (ο κ. Παρασκευάς) πέτυχε να διεισδύσει, δεν έχει μίτο να του δώσει. Είναι κυρά ενός λαβύρινθου χωρίς έξοδο: «Οι πόρτες της σωτηρίας ήταν ψεύτικες. Έβγαζαν σε κάτι κελάρια, κάτι αποθήκες γεμάτες παλιά καθίσματα. Η μια μάλιστα ήταν ζωγραφισμένη στον τοίχο!» (σσ. 45-46). Η Αριάδνη ετούτη, της μεγάλης οικογενείας των Γενναδίων, κόρη του Πρύτανη και προστάτη τού Παρασκευά από τα φοιτητικά του χρόνια, πρόσφερε με το γάμο της το πολυπόθητο κλειδί για την είσοδό του στον ακαδημαϊκό χώρο. Σε μιαν «ανώτερη», κοινωνικά, πνευματικά και οικονομικά, κάστα μεγαλοαστών. Ο ταπεινός φοιτητής πήρε σιγά-σιγά τη θέση του πατέρα-πρύτανη, στο πανεπιστήμιο, στο σπίτι και στη ζωή της Αριάδνης (σσ. 68-73). Όμως η «γλαύκα» της Ακρόπολης, σύμβολο της σοφίας (ή της ερήμωσης, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός), ξέφτισε και σάπισε πάνω στη σκοτεινή βιβλιοθήκη (σσ. 73-76). Όλος ο βίος του Παρασκευά μπορούσε τώρα να συνοψιστεί σε λίγες σελίδες (76-80). Μα για το βαθύτερο είναι του, τον αληθινό του εαυτό, τι έκανε στ’ αλήθεια; Τα παγανά έρχονται να στοιχειώσουν τη ζωή του (σ. 80 κ.ε.), όπως ο άρρητος πόνος: «Κι αυτό ήταν η απελπισιά, ένας ασωτήρευτος μετανιωμός για τη μεγάλη αμαρτία: την προδοσία της ψυχής» (σ. 100).
   Πίσω από την ευγενική μορφή της Γιοχάνας κρύβεται η «φευγάτη, κυνηγημένη» ανάμνηση της Ανθούλας, «σαν ένα όνειρο που πήγαινε να το αναθυμηθεί, όλο άπλωνε το χέρι και ποτές δεν κατάφερνε να πιάσει την άκρη από την κλωστή του» (σσ. 36 και 97-98). Τώρα, τα παγανά κινούν τα νήματα. Η Ανθούλα έρχεται και φεύγει σαν ξωτικό, γι’ αυτό και μένει άφθαρτη στο χρόνο. «Έτσι όπως η Μπάμπω, που την παρακαλούσανε να τους πει ένα παραμύθι, και `κείνη κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε πικρά: Παραμύθι είμ’ εγώ, παραμύθι τί να πω» (σ. 21).
   Να υποθέσουμε πως η Ανθούλα αναδύεται κατευθείαν μες από τα νεανικά όνειρα που στοίχειωναν τον Διονύσιο Σολωμό; Ανθούλα, Ξανθούλα, Μερτούλα: ένα και το αυτό πρόσωπο: η Φεγγαροντυμένη. Ακόμα και ο Byron, ο Don Juan, είναι παρών σε τούτη τη νουβέλα. Μπροστά στο άγαλμα του Λόρδου Βύρωνα παρουσιάστηκε το φάσμα της Ανθούλας (σ. 101). Ο σεβάσμιος Ακαδημαϊκός τη βάζει να του λέει λόγια βολικά (σσ. 100-101). Βολικά για τον ίδιο. Λόγια που, συγκρινόμενα με τα δικά του προς εκείνη (σ. 98), κρύβουν επιμελώς έναν αδιόρατο (αυτο)σαρκασμό. Λόγια που δικαιολογούν, χωρίς να δικαιώνουν, την επιστροφή του στη συμβατική καθημερινότητα. Έτσι έμαθε να «κερδίζει τη ζωή»: Χάνοντας την ψυχή του. Για πάντα, άραγε;
   «Σιετζ γκίνε τέτα Μάρω, σιετζ γκίνε τέτα Μάρω!» (σσ. 33, 80, 102): Η αρκούδα, η μάνα, η σύζυγος Αριάδνη, συγχέονται σκόπιμα και αξεδιάλυτα. Ο κεντρικός ήρωας  της ιστορίας δεν βρίσκει τελικά την άκρη του νήματος, δεν λύνει τον κόμπο που δένει ασφυκτικά την ψυχή του. Η ανάδυση της τραγικής συνείδησης αποτυγχάνει. Η κάθαρση αναβάλλεται. Ή μήπως ματαιώνεται;

 
ΥΓ.: Παρασκευά, «δάσκαλε, που δίδασκες...», θα τη σώσουμε τάχα την ψυχή μας;
 
Σημειώσεις:
 
1. Το βιβλίο είχε ξεκινήσει να τυπώνεται τον Σεπτέμβριο του 1944, με σκοπό να κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Εξαιτίας των Δεκεμβριανών, η έκδοση αναβλήθηκε και το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούνιο του 1945, με καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Μόραλη.
2. Οι αριθμοί σελίδων παραπέμπουν στην πρώτη και στην τρίτη έκδοση του έργου – η οποία είναι φωτομηχανική ανατύπωση της πρώτης (εκδ. «Οι Φίλοι του Βιβλίου»-Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1945 και 2006). Η δεύτερη έκδοση (1962) έχει διαφορετική γραμματοσειρά και σελιδοποίηση.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Σουρής

Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Οι ποιηταί, περ. 1919. Στιγμιότυπο μιας ποιητικής “soirée” της Γενιάς του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή): Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απαγγέλλει, έχοντας δεξιά του τον Γεώργιο Σουρή. Στο κέντρο, ο Κωστής Παλαμάς. Από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης και Ιωάννης Πολέμης.








   (Le) souris, στα Γαλλικά, είναι το ελαφρύ, σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο· το υπομειδίαμα. (La) souris, γένους θηλυκού, σημαίνει διάφορα ετερόκλητα πράγματα. Σουρής, πάντως, σημαίνει Σάτιρα!
   Κάπου ανάμεσα στο  γαλλόφωνο spleen του Μπωντλαίρ (1821-1867) και στο ελληνόφωνο αντίστοιχο, του Κώστα Ουράνη (1890-1953) και των επιγόνων, μεσουρανούσε για τέσσερεις δεκαετίες το άστρο του «Ρωμηού», σατιρικού φύλλου που έγραφε και εξέδιδε ο Γεώργιος Σουρής (1852-1919).
   Έτσι τον περιγράφει ο Σπύρος Μελάς (1883-1966), προλογίζοντας μια από τις εκδόσεις των Απάντων του, το 1954:
   «Τον επρόλαβα, δεν τον εγνώρισα όμως από κοντά. Με χώριζαν απ’ αυτόν τριάντα χρόνια ηλικίας – μεσουρανούσε όταν εγώ τρυπούσα τα παντελόνια μου στα μαθητικά θρανία. Ήτανε μεταξύ των 45 και 50 χρόνων όταν τον πρωτοαντίκρισα, στο Φάληρο, στην άκρη των τραπεζιών του μεγάλου ξενοδοχείου του Σταθμού. Δυο ήτανε τότε οι μεγάλοι αστέρες που συγκέντρωναν την κοινή προσοχή, σ’ αυτό το ακρογιάλι, που το καλοκαίρι γινόταν η βιτρίνα της αθηναϊκής αφρόκρεμας: ο Γεώργιος Θεοτόκης και ο Γεώργιος Σουρής. Ο ένας κομψευόμενος, ο άλλος μποέμ· ο ένας με αψεγάδιαστη χωρίστρα στρωμένη με μπριλλιαντίνη, ο άλλος αναμαλλιάρης και γενάτος, απλός και αφρόντιστος· ο ένας κύριος του κόσμου και της πολιτικής, ο άλλος κύριος της Κοινής Γνώμης… Ο κόσμος όμως – για μεγάλη τιμή της εποχής – θαύμαζε περισσότερο τον ποιητή παρά τον κομψευόμενο πρωθυπουργό… Οι άνθρωποι μαζεύονταν σε κάποιαν απόσταση από το τραπέζι του και τον χάζευαν σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο, αν τύχαινε, μάλιστα, το τελευταίο Σάββατο να είχε γράψει τίποτα τσουχτερά τετράστιχα στο « Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος-σκέτος» […]
   Οι σατιρικές «ζωγραφιές» του Σουρή δεν έχουν ξεθωριάσει. Απλό παράδειγμα:

Κλέφτες!

Κλέφτεεες!... πω! πω! στα σπίτια σας με σίδερα κλεισθείτε
και θάψετε αν έχετε στο χώμα τον παρά σας,
φυλάξετε τα ρούχα σας και ό,τι κι αν φορείτε,
τις κότες, τα λουλούδια σας και όλα τα καλά σας.
Μην εμπιστεύεσθε πολύ κλητήρας κι αστυνόμους
και βγαίνετε γι’ ασφάλεια με νυκτικά στους δρόμους.

Κλέφτεεες!... πω! πω! προσέχετε το ακριβό σας ταίρι,
τις κάσες σας, τις δούλες σας, με τέσσερα τα μάτια,
μήπως κανένας νέος Ζευς, ημέρα μεσημέρι,
σας τις σηκώσει έξαφνα μαζί με τα κρεβάτια.
Όλα να γίνουν ημπορούν σε τούτον τον καιρό,
κι αυτά τα λέγω, κύριοι, με ύφος σοβαρό.

Κλέφτεεες!... για όνομα θεού, πεντάρα μην κρατείτε,
βλέπετ’ εδώ, βλέπετ’ εκεί, εις τον περίπατό σας,
ακόμη και τον ίσκιο σας για κλέφτη φοβηθείτε,
μπορεί και σεις να κλέψετε τον ίδιο εαυτό σας.
Κλεψιά εδώ, κλεψιά εκεί... κλητήρες... αστυνόμοι...
Εισαγγελία, Δικασταί, Συντάγματα και νόμοι.

Κλέφτεεες!... μεγάλος ποιητής νομίζω ότι γράφει
όποιος σουφρώνει πιο πολλά πως κλέφτης δε λογιέται...
Και βέβαια, τι μασκαράς όποιος για μία σκάφη
σαπίζει μες στη φυλακή και σαν σκυλί κτυπιέται!
Μην κλέβετε, ω άνθρωποι, ορνίθια ή μπουγάδες...
Αν θέλετε να κλέβετε, να κλέβετε χιλιάδες.

Κλέφτεεες!... μεγάλοι, ξακουστοί, και κλέφτες πεινασμένοι,
κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς παράσημα και κλέφτες σταυρωμένοι,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια.
Ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί,
κι ο άλλος έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.

                                                             (Μάης 1881)

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Απορίες

[Δεν είναι τάχα ν’ απορείς;
- αναρωτιόταν ο Σουρής…].

Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;

Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;

Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου
και πάντοτε και τώρα
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισυ λιτρών
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;

Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!

Εις των αλόγων άλλοτε
την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί!

Γεώργιος Σουρής, «Χριστούγεννα».

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Δον Ζουάν

Ford Madox Brown (1821-1893), The Finding of Don Juan by Haidee, 1878.
Ο Άγγλος ζωγράφος αποδίδει μια σκηνή από το canto II (γραμμένο στα 1818
-1819) του σατιρικού έπους Don Juan του Λόρδου Βύρωνα: Η νεαρή Χάιδω,
κόρη του πειρατή Λάμπρου, μαζί με την υπηρέτριά της, τη Ζωή, βρίσκει τον
καραβοτσακισμένο Δον Ζουάν, μοναδικό επιζώντα ενός ναυαγίου, στις ακτές
κάποιου νησιού των Κυκλάδων.
   Ο «Δον Ζουάν» του Byron, αν και ημιτελής, θεωρείται το αριστούργημά του και ένα από τα δέκα σημαντικότερα έπη όλων των εποχών (τα άλλα είναι: Ιλιάδα και Οδύσσεια, έπος του Gilgamesh, Mahabharata, Αινειάδα του Βιργιλίου, Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, Beowulf, Θεία Κωμωδία του Δάντη, Paradise Lost του Milton).
   Ο Byron ξεκίνησε τη σύνθεση του έπους το 1818 και μέχρι το θάνατό του (1824) είχε ολοκληρώσει 16 cantos με 1.959 στροφές (γύρω στους 16.000 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους). Το 17ο canto έμεινε ανολοκλήρωτο. Να εικάσουμε ότι το έπος θα έφθανε τα 24 cantos, όσες και οι ραψωδίες των ομηρικών επών, αν ζούσε περισσότερο ο ποιητής του; Το βέβαιο είναι ότι το τέλος αυτού του Δον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
   Εκτός από το όνομα Δον Ζουάν και τη γενέτειρα του ήρωα (Σεβίλλη), ο Byron δεν διατήρησε τίποτε από τον αρχικό μύθο. Αντίθετα, δήλωσε ρητά ότι πρότυπό του ήταν το έπος Il Morgante Maggiore (βασισμένο στο μύθο του ιππότη Orlando), έργο του Ιταλού “αιρετικού” ποιητή Luigi Pulci (1432-1484), παρακάμπτοντας έτσι τον μοναχό Tirso de Molina και τους μιμητές του (μεταξύ των οποίων και ο Μολιέρος).
   Ο βυρωνικός Δον Ζουάν δεν είναι κατακτητής, αλλά κατακτημένος. Ευάλωτος, παράτολμος και ανατρεπτικός – γι’ αυτό και σαγηνευτικός, ενσωματώνει πολλά στοιχεία από την ψυχοσύνθεση του δημιουργού του.
   Ο Byron βίωσε και ανάπλασε με εντελώς προσωπικό τρόπο την πολυπλοκότητα του δονζουανικού μύθου, καυτηριάζοντας παράλληλα τα ανθρώπινα ήθη, συγχρονικά και διαχρονικά. Φιλέλληνας ων, θέλησε να συμπεριλάβει στο έπος του την προεπαναστατική Ελλάδα, συμβάλλοντας ποιητικά (και όχι μόνο) στον αγώνα για την αφύπνιση και απελευθέρωσή της.

   Η νεοελληνική σάτιρα πάντως, απέκτησε τον δικό της Δον Ζουάν χάρη στον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος μετέφερε τη δράση στη συγκαιρινή του Αθήνα:
Ο Δον Ζουάν!... γνωρίζετε τον ήρωα εκείνον…
ο Μπάιρον τον άφησε θαρρώ εις το Λονδίνον.
[…]
εσκέφθη τέλος να ελθή και μέχρις Αθηνών,
ελπίζων ότι θα ευρεί εκείνας τας κυρίας,
που τους θεούς κατέβαζαν από τον ουρανόν
και οι θεοί εφαίνοντο υπό μορφάς μυρίας,
με άλλους λόγους σήκωναν τον κόσμο στο ποδάρι
ως κύκνοι, ταύροι, άνθρωποι και κάποτε γαϊδάροι.
[…]
   Θα ήταν μάλλον φαιδρό να ερμηνεύσουμε τον ήρωα του Σουρή ως επίδοξο διακορευτή των Καρυάτιδων – μολονότι η σημειολογία μιας τέτοιας αλληγορίας είναι εξόχως διασκεδαστική. Ο δικός του Δον Ζουάν είναι ο καταλύτης που ξεγυμνώνει την πολιτικοκοινωνική διαφθορά και υποκρισία:
[…] Ο Δον Ζουάν ηδύνατο το παν να κατορθώνει,
τελώνας και χρηματιστάς και κλέπτας ν’ αθωώνει […]
   Κάτι περισσότερο θα ήξερε ο κορυφαίος μας σατιρικός…

   Ποιος ήταν τελικά ο Δον Ζουάν; Κολασμένος απατεώνας; Αθεόφοβος επαναστάτης; Κακός δαίμονας ή ανυπότακτος άγγελος; Ή μήπως το αρσενικό ισοδύναμο της Βρουγχίλδης – ωραίας κοιμωμένης της γερμανικής μυθολογίας; Πρόκειται τάχα για μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου του Αμφιτρύονα – όπως υποστήριξε ο μαθητής του Freud, Otto Rank («Δον Ζουάν: Μια μελέτη για τη διπλή προσωπικότητα»); Υποκρύπτει ίσως μια μορφή άλυτου οιδιπόδειου συμπλέγματος, η οποία χρήζει θεραπευτικής αγωγής; Ατελείωτος ο κατάλογος των διαφορετικών προσεγγίσεων, από συγγραφείς, καλλιτέχνες, στοχαστές, ψυχαναλυτές. Άδικο έχει, άραγε, ο George Steiner, όταν χαρακτηρίζει τον Δον Ζουάν ως θεμέλιο μύθο της νεωτερικότητας; Ως τη μοναδική συμβολή του νεώτερου κόσμου στη διερεύνηση που εγκαινίασαν οι αρχαίοι τραγικοί; Ο μετανεωτερικός άνθρωπος, ωστόσο, αναζητεί ακόμη τον Δον Ζουάν του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Το ξύπνημα

Giorgio de Chirico, Το ξύπνημα της Αριάδνης, 1913.

Για να γίνει αληθινά αθάνατο ένα έργο τέχνης, πρέπει να ξεφύγει απ’ όλα τα ανθρώπινα όρια – η λογική και ο κοινός νους, απλώς θα παρεμποδίσουν. Με τον τρόπο αυτό θα πλησιάσει το όνειρο και την παιδική διανοητικότητα».
Giorgio de Chirico

   Η Αριάδνη είναι αγαπημένο μοτίβο της «Μεταφυσικής περιόδου» του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Ο καλλιτέχνης, σαφώς επηρεασμένος από τον Νίτσε, αξιοποιεί τον αρχαίο μύθο για να αισθητοποιήσει με αλληγορικό τρόπο τις θεωρητικές του αναζητήσεις.
   Όλοι οι ομόθεμοι πίνακες του ντε Κίρικο απεικονίζουν την Αριάδνη σαν γλυπτή «κοιμωμένη», να ονειρεύεται το μυστικό της ξύπνημα από το Διόνυσο, ο οποίος θα την κρατήσει για πάντα στο δικό του λαβύρινθο, τη «μεταφυσική» πλευρά της ζωής. Το γλυπτό σώμα υποδηλώνει το πάγωμα του χρόνου, τη διαχρονικότητα του μύθου και της Τέχνης, την επίδραση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. (Αγάλματα, άλλωστε, συναντάμε συχνά στις «μεταφυσικές» πλατείες του ντε Κίρικο).
   Στον εδώ αναρτημένο πίνακα, Το ξύπνημα της Αριάδνης (1913), τα δύο πυργοειδή οικοδομήματα, που θυμίζουν οπωσδήποτε υψικάμινους, υπαινίσσονται τη δημιουργική δύναμη του Θησέα που φεύγει (η πλίνθινη υψικάμινος) και του Διονύσου που έρχεται (η άσπρη υψικάμινος). Η μνημειακότητα του λευκού μαρμάρου ενώνει συνειρμικά το Διόνυσο με την Αριάδνη.
   Ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα εικαστικά θέματα του ντε Κίρικο περιλαμβάνονται και αυτά τα  ιδιόμορφα οικοδομήματα, σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, κόλουρου κώνου, κυλίνδρου, οβελίσκου. Άλλοτε πλινθόκτιστα, άλλοτε επιχρισμένα, ίσως και μαρμάρινα σαν κίονες/ναοί, όλα σχεδόν στεφανωμένα με σημαιούλες. Σύμβολα κατ’ αρχήν φαλλικά, αλλά και σήματα διακριτά του βιομηχανικού πολιτισμού.
   Όπως και σε άλλα έργα του ίδιου δημιουργού, στο βάθος ξεπροβάλλει, μισοκρυμμένη, μια ατμομηχανή (ανάμνηση του πατέρα του, μηχανικού σιδηροδρόμων στο Βόλο), καθώς και τα πανιά ενός ιστιοφόρου. Η βιομηχανική επανάσταση σε αγαστή συνύπαρξη με την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά. Σε τούτη την εικαστική διαπραγμάτευση του μύθου της Αριάδνης, θα ήταν εύλογο να υποθέσουμε ότι το τρένο συμβολίζει τον πατέρα Μίνωα, ενώ το πλοίο, την άφιξη και αναχώρηση του Θησέα.
   Μέσα στους περιβόλους του ντε Κίρικο κυριαρχεί το όνειρο και το μυστήριο, η ακινησία, η μοναξιά και η σιωπή. Πίσω από αυτούς, προβάλλουν τα σημεία της ζωής. Ο ντε Κίρικο δεν είναι αισιόδοξος, μα ούτε και απαισιόδοξος. Είναι ο «μέγας μεταφυσικός», ζωγράφος του αινίγματος, προάγγελος του Σουρρεαλισμού.
   Στο Ξύπνημα της Αριάδνης, ο χαμηλός περίβολος ορίζει τον - κατά Νίτσε - διονυσιακό λαβύρινθο, μέσα στον οποίο κοιμάται η προδομένη από τον Θησέα κόρη του Μίνωα. Τη διαχωρίζει και την προστατεύει από τον κόσμο, μέχρι το βέβαιο ξύπνημά της. Λέει ο Διόνυσος, στο τέλος του ποιητικού «Θρήνου της Αριάδνης» του Νίτσε: «Εγώ είμαι ο λαβύρινθός σου»… Και για τους δύο δημιουργούς, η Αριάδνη συμβολίζει τη μετάβαση από την αναζήτηση της γνώσης στη διονυσιακή έκσταση. Αυτό ακριβώς, το μεταβατικό στάδιο, ενδιαφέρει καλλιτεχνικά και διανοητικά τον ντε Κίρικο. (Τη μετέπειτα χαρούμενη συμβίωση του Διονύσου με την Αριάδνη είχαν προλάβει να την απεικονίσουν οι παλαιότεροι ζωγράφοι, με τους παραστατικούς τους τρόπους).

   Η Αριάδνη περνάει από την προϊστορικότητα του Μίνωα/Μινώταυρου/Θησέα στην ιστορικότητα του Διονύσου/Ταύρου (παρουσιαζόταν κάποτε και με αυτή τη μορφή ο αρχαίος θεός). Η Νάξος αποτέλεσε το ιδανικό σκηνικό για τη μετάβαση αυτή. Έτσι, ο μίτος της Αριάδνης οδήγησε από τη μινωική θρησκεία κατευθείαν στη διονυσιακή λατρεία που διαδόθηκε από την Ανατολή και το Βορρά. Θα ήταν άραγε τολμηρό να συμπεράνουμε ότι ο μύθος αυτός, πέρα από τις ποικίλες, πιθανές και απίθανες, παραλλαγές και ερμηνείες του, πρωτίστως «αιτιολογεί» τη βίαιη συνάντηση διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων, η οποία θα συνέβαλλε καθοριστικά στη γέννηση της αττικής δραματικής ποίησης;

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Λαβύρινθος - 3

Απ' όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφθηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη.
Όμως προσομοιώσεις λαβυρίνθων, σκοτεινές κατασκευές
δεν έπαψαν να χτίζονται με νέα υλικά
με καινούργια τέρατα, θύματα, ήρωες, ηγεμόνες,
φτιάχνονται προπαντός λαβύρινθοι με λέξεις
κάθε χρονιά μπαίνουν μέσα τους νέες φουρνιές
αγόρια και κορίτσια, με φόβο μαζί και αψηφισιά
για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ' αδιέξοδα
φιλοδοξώντας να ξαναπλάσουν και να παίξουν
το παλιό δράμα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα
δίνοντας στους κύριους ρόλους τα ίδια ονόματα
Μίνωας, Πασιφάη, Μινώταυρος, Αριάδνη,
Δαίδαλος, Ίκαρος, Θησέας.

Τίτος Πατρίκιος, «Ιστορία του λαβύρινθου», Η πύλη των λεόντων, Διάττων, 2002.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Λαβύρινθος - 2

Οι δυο βασιλιάδες και οι δυο λαβύρινθοι 

   Μια φορά κι έναν καιρό, όπως αφηγούνται αξιόπιστοι άνθρωποι (αν και ο Αλλάχ ξέρει περισσότερα), ζούσε στα νησιά της Βαβυλωνίας ένας βασιλιάς, που μάζεψε μια μέρα τους αρχιτέκτονες και τους μάγους του, και τους παράγγειλε να χτίσουν ένα λαβύρινθο τόσο περίπλοκο και τόσο αριστοτεχνικό, ώστε κανένας γνωστικός δεν τολμούσε να διασχίσει το κατώφλι του, κι όποιος έμπαινε, χανόταν. Το κτίριο αυτό αποτελούσε σκάνδαλο, γιατί τα θαύματα και η σύγχυση είναι έργα του Θεού, όχι των ανθρώπων. Με τον καιρό, ήρθε στην αυλή του ένας βασιλιάς των Αράβων, κι ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας (για να διασκεδάσει με την αφέλεια του μουσαφίρη του), τον άφησε να μπει στο λαβύρινθο, όπου ο άλλος περιπλανήθηκε ταπεινωμένος, ζαλισμένος, ώσπου έπεσε το βράδυ. Τότε παρακάλεσε τον Θεό να βάλει το χέρι Του, κι έτσι βρήκε την πόρτα. Κανένα παράπονο δε βγήκε από τα χείλια του· το μόνο που είπε στον βασιλιά της Βαβυλωνίας, ήταν ότι στην Αραβία είχε έναν άλλο λαβύρινθο κι ότι, αν ήθελε ο Θεός, θα `ρχόταν κάποτε η μέρα που θα του τον έδειχνε. Ύστερα γύρισε στην Αραβία, μάζεψε τους στρατηγούς και τους φυλάρχους του, κι εξαπέλυσε επίθεση στα βασίλεια της Βαβυλωνίας με τέτοια ευτυχή έκβαση, ώστε γκρέμισε τα κάστρα της, ρήμαξε το στρατό της κι έπιασε αιχμάλωτο τον ίδιο τον βασιλιά. Τον έδεσε πάνω σε μια γοργή καμήλα και τον πήγε στην έρημο. Μετά από τρεις μέρες ταξίδι, του είπε: «Ω βασιλιά του χρόνου, ουσία και σύμβολο του αιώνα! Στη Βαβυλωνία μ’ άφησες να χαθώ σ’ έναν μπρούντζινο λαβύρινθο, με άφθονες σκάλες, πόρτες και τοίχους· τώρα το `φερε ο Παντοδύναμος να σου δείξω κι εγώ τον δικό μου, που δεν έχει σκάλες ν’ ανεβείς, ούτε πόρτες που να μη σου ανοίγουν, ούτε τοίχους να σου κόβουνε το δρόμο».
   Τότε τον έλυσε και τον άφησε στη μέση της ερήμου, να πεθάνει από την πείνα και τη δίψα. Δόξα σ’ Εκείνον που δεν πεθαίνει.

Χ. Λ. Μπόρχες, Το Άλεφ, 1949. (Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης).

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Λαβύρινθος - 1

Πόρτα ποτέ δε θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα
και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν·
δεν έχει ούτε μπρός ούτε πίσω όψη
ούτε περίβολο ούτε κέντρο μυστικό.
Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο
σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει
ο ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη,
πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο
μέσα σ' αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι.
Δεν υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν
μέσ' απ' το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.

J. L. Borges, Το εγκώμιο της σκιάς. (Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης).

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ο Οιδίποδας στον Κολωνό

Θέλεις από νοσταλγία, θέλεις από πλήξη θα προτιμήσω
να ξαναπάρω τον δρόμο προς τα πίσω.
Ζητιάνος έστω, γύφτος, με τσιμπλιασμένα μάτια
παρά βαπόρι στην αθηναίικη πραμάτεια.

Έγραψα μέτρια, ίσως δυσάρεστα ποιήματα.
Κλείσαμε πάντως τώρα το ταμείο
η Αντιγόνη μου θα φροντίσει και τους δύο
  ιδίως πώς θ’ απαντηθούν τα ερωτήματα.

Πολιτική συνείδηση μηδέν, έργο κοινωφελές καθόλου
κουρελιάστηκε στα μήντια το όνομά μου.
Σκανδάλισε τους χρηστούς πολίτες το αμάρτημά μου
«Τι κτήνος γείτονα! Τέρας, φύτρα του διαόλου

Πατροκτόνος, σου λέω, αιμομίχτης! Καθίκι»
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
  Πίνω τον πρωινό καφέ μου σκέτο
και προτιμώ να νοσηλεύομαι οίκοι.


Μάριος Μαρκίδης, Παρά ταύτα, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 2001.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Φύλλα


φυλλα τα μεν τ’ ανεμος χαμαδις χεει, αλλα δε θ’ υλη
τηλεθοωσα φυει, εαρος δ’ επιγιγνεται ωρη

Ιλιάδα, Ζ 147-148 
  
(τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, κι άλλα το δάσος
το πυκνό γεννάει, κάθε που έρχεται της άνοιξης η ώρα)

   Οι κεντρικοί στίχοι μιας τετράστιχης παρομοίωσης της Ιλιάδας (Ζ 146-149). Ποιητικά συμπυκνώνεται η Ιστορία των θνητών, συντρίβεται η ανθρωποκεντρική αλαζονεία και χλευάζεται - μέσα στο ίδιο το πεδίο της μάχης - η ματαιοδοξία του πολέμου (πβ. Φ 461-467). Στη συνέχεια, οι δύο Ξένοι (Διομήδης και Γλαύκος), αντί να επιτεθούν, συνδιαλέγονται, ανακαλύπτουν όσα τους ενώνουν και ανταλλάσσουν όσα τους χωρίζουν: τα όπλα τους. Κι ας είναι άνιση ανταλλαγή: χάλκινα δίνει ο Αργίτης, χρυσά ο σύμμαχος των Τρώων. (Με την επέμβαση του Ξένιου Δία, ο Γλαύκος «τρελαίνεται» και παραδίνει το χρυσάφι του αμαχητί). Έτσι, τα όπλα γίνονται δώρα. Η ετερότητα, εγγύτητα. Οι παραλίγο μονομάχοι ξεπεζεύουν, δίνουν τα χέρια και υποδέχονται τα λάφυρα της φιλίας. Ακόμη περισσότερο: Ανταλλάσσουν για λίγο εαυτούς – ο ένας χαρίζει τη ζωή στον άλλο. Ο πόλεμος συνεχίζεται, όμως κανείς από τους δύο δεν είναι πια ο ίδιος.

   Πρόκειται μόνο για το επιστέγασμα της Διομήδους Αριστείας (ραψωδία Ε); Όχι βέβαια. Οι αντίπαλοι συνομιλούν ισότιμα. Είναι και οι δύο εν δυνάμει νικητές. Ο γιος του Τυδέα δηλώνει εξ αρχής το θαυμασμό του για τον εγγονό του Βελλερεφόντη. Αν είσαι θεός, του λέει, δεν θα τα βάλω μαζί σου – αυτό το λάθος έκανε ο Θρακιώτης βασιλιάς των Ηδωνών Λυκούργος, με το νέο θεό Διόνυσο, γι’ αυτό και τυφλώθηκε από το Δία (Ζ 128-141· το θέμα πραγματεύθηκε ο Αισχύλος στη χαμένη τριλογία Λυκούργεια). Σκόπιμα, αίφνης, υπεισέρχεται το διονυσιακό στοιχείο. Η ερμηνεία του επεισοδίου Γλαύκου και Διομήδη δεν μπορεί να εξαντλείται στην ηθική αριστεία, την παραμυθητική επιβράδυνση και την ψυχική προετοιμασία για τις τελευταίες συναντήσεις του Έκτορα εντός των τειχών. Εδώ, ο Ποιητής υπονομεύει γενναία το ηρωικό του έπος. Αλλά και στην οδυσσειακή «Μεγάλη Νέκυια», θα βάλει στο στόμα του νεκρού Αχιλλέα λόγια ακόμα πιο αντιηρωικά και τολμηρά:
 
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιός,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών». […]
 
(Οδύσσεια, λ 488-491, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης)
 
«Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο», ενδεχομένως να σχολίαζε ο Νίτσε.


Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου;
Όπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή·
τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως
στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης.
Έτσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά,
φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται.
 
(Ιλιάδα, Ζ 144–149, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Νόστος

Salvador Dali, Το πλοίο, περ. 1943.




























[…]
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια,
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
[…]

Κάιρο, 20 Ιουνίου 1942

Γιώργος Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» (απόσπασμα), Ημερολόγιο καταστρώματος Β, 1944.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Οι Μεγάλες Ουσίες

Οι πρώτες παράγραφοι ενός κειμένου για τον Διονύσιο Σολωμό, με το οποίο ξεκινά το δοκιμιακό βιβλίο του Μάριου Μαρκίδη Έμμονες Ιδέες (Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 1990):

   Δεν πιστεύω να έχουν να μου δείξουνε στα γράμματά μας ποιητή με περισσότερους «απώτερους» σκοπούς – θα έλεγα μάλιστα εξ αρχής μη αυστηρά ποιητικούς σκοπούς, από τον Διονύσιο Σολωμό. Και μπορώ να πω, πως αυτό που συνήθως ονομάζεται σολωμική αγωνία, και που σε κανέναν ποιητή δεν εύχονται να το ζήσει, είναι πιο πολύ συνδεδεμένο με την προσπέλαση και την έκφραση αυτών των σκοπών (σκοπών όχι γενικά «ανείπωτων», όπως τους θέλει η ρομαντική φωτοφοβία, αλλ’ ίσως μόνο ποιητικά «ανείπωτων» – η ποίηση δεν τα μπορεί όλα), παρά με τα ποιητικά προβλήματα που ήταν σχετικά σε απόσταση βολής για τον Σολωμό – εννοώ σε απόσταση βολής για την ποιητική ευστροφία και το ταλέντο του, μιλάω, λ.χ., για τους Ύμνους, τις Ξανθούλες, τις Βοσκοπούλες, τα απονενοημένα διαβήματα των γελασμένων κοριτσιών. Και για τον θάνατο του βοσκού βρήκε εύκολα και πολύ νωρίς τη σωστή «βαθμολογία», και για την Ευρυκόμη, την Ψυχούλα, την Ορφανή, ακόμη και για την Τρελή Μάνα. Δεν θα βιαζόμουν να καταγγείλω σαν παραδοξολογία απλή την πρόταση ότι ο Σολωμός είναι ποιητής διά του αυτοσχεδιασμού, είτε δεν είναι καθόλου. Θα συμπλήρωνα μόνο πως ο Σολωμός μας χαράζει δι’ αυτού που δεν είναι καθόλου.
   Λέει πολλά η παρατήρηση του Πολυλά: «Εις τα Δυό Αδέλφια ο ποιητής επαράστησε την ιδέα του θανάτου, η οποία πρώτη φορά απλώνει τη φοβερή σκιά της εις μίαν αμέριμνη και παρθενική ψυχή· και ενώ τούτο ακολουθάει με θαυμαστή βαθμολογία, η απλότης του τρόπου είναι τέτοια, ώστε κινδυνεύει να μη δεχθή όλο το ωραίον του ποιήματος όποιος δεν υψωθή εις την αγνή της ψυχής διάθεση, από την οποίαν και εβγήκε καθαροστάλαχτο» – ό,τι υπογραμμίζεται, το υπογραμμίζει η δική μου γραφή. Η Τέχνη (η τέχνη με κεφαλαίο, αυτός ο πιο μεγάλος από τους μεγάλους άλλους μας) «ενίκησε τον δύσκολο αγώνα», ο ποιητής τα κατάφερε, έκανε το θαύμα του και ξεμπέρδεψε, τώρα η όποια απόδοση του θαύματος εναπόκειται πια στην ψυχική αγνότητα του αναγνώστη, στη δεκτικότητά του όπως λέμε σήμερα. Το ποίημα, αντί να δοκιμάζεται, δοκιμάζει την παρθενιά μας, του αποδίδουμε λογαριασμό – εδώ αρχίζει για μας πλέον η αγωνία, τα μεγάλα ζόρια… Έτσι διαβάζω την πρόταση του Πολυλά κι είμαι βέβαιος πως δεν την παρεξηγώ – ο Πολυλάς ζούσε ακόμη σε μια εποχή που μπορούσε να απαιτεί «επαρκείς αναγνώστες».
   Είναι, τώρα, πασίγνωστο πως στον βίο και το έργο του Σολωμού υπήρξαν πολλοί «δυσκολότεροι αγώνες», κι εκεί, ανάλογα με το θάμπωμα και τη γενναιοψυχία μας, δεν μπορούμε πάντα να πούμε πως ο ποιητής ενίκησε. Το αντίθετο, τις περισσότερες φορές, εξακολουθεί και μετά το τέλος του αγώνα, από το σημείο να πούμε που δεν «παίρνει άλλο», που πήγανε στράφι όλες οι αναβολές, να είναι φορτωμένος μ’ όλα τα χρέη – ο στενόκαρδος αναγνώστης, αν ζητήσει από το Σολωμό να του δώσει όσα ο ίδιος ο Σολωμός υποσχέθηκε άπλερα κατά καιρούς να δώσει, έχει κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί: Πού είναι ο υπόλοιπος Λάμπρος – πώς θα περάσουμε δηλαδή από την «ανωμαλία» της ηθικής συνείδησης στη μετάνοια και στη Χάρη, ή από τη στέρηση της ελευθερίας στην ελευθερία, πού είναι ο Κρητικός, που θα συγχώνευε, λέει, την αγάπη της γενέθλιας γης στην αγάπη της γυναίκας, πού είναι το «Ποίημα του Χρέους» και η υπέρτατη ευτυχία που θα ανάβλυζε όταν οι πολιορκισμένοι του Μεσολογγιού θα είχαν πλέον πιεί ως τον πάτο το ποτήρι; Πού είναι, για να πάμε και πιο μακριά, το Carmen Seculare, η άλλη μεγάλη σύνθεση που θα έφερνε τον αγέλαστο τίτλο «Ανατολικός Πόλεμος», ή ο αντίστροφος Λάμπρος, η ευγενικιά ψυχή, ο Νικηφόρος Βρυέννιος; Για όσους γελάστηκαν και κράτησαν, περιμένοντας, μεγάλο καλάθι, πού είναι ο Δάντης, η μεγαλειώδης στιγμή της ταυτότητας μιας γλώσσας που φαινόταν να έχει χάσει την ταυτότητά της ανάμεσα στο στόμα του Κοραή και στο στόμα του αρβανίτη; Ανοίγω, εδώ, μια βιαστική παρένθεση: Απογοητευμένοι από τον Σολωμό, δεν συνετιστήκαμε. Όλα όσα θα θέλαμε, μέχρι σήμερα, να είχαμε, τον δικό μας Ντίκενς, τον δικό μας Έλιοτ, τη δική μας αμφισβήτηση, τα παραγγέλνουμε στο εξωτερικό…
   Από τον Νικηφόρο Βρυέννιο, τον τόσο πολύ κυριαρχημένο από τον «αόρατο Μονάρχη» (θέλω να πω, το Θεό, το πνεύμα, o altra cosa), σώθηκαν δε σώθηκαν – δηλαδή γράφτηκαν δε γράφτηκαν – τέσσερεις πέντε στίχοι, και κανείς τους δεν περιέχει την ιδανικοποιητική πρόθεση, που ανατέλλει μόλις και μετά βίας σ’ έναν στοχασμό και στη λατρευτική μνήμη του Ιάκωβου Πολυλά. Από τον Ανατολικό Πόλεμο περισώθηκαν δυο στίχοι, κι άλλοι δυο, αμφίβολοι, εκπεσμένοι σε υποσημείωση. Από την Ελληνίδα Μητέρα σώθηκε ένας. Οι ποιητικές ιδέες ανακατεύουν εναγώνια τα χειρόγραφα γυρεύοντας το ταίρι τους. Παντού, πάλι, η ερωτευμένη προφορική παράδοση έσωσε ό,τι στίχους κι όσα σχέδια είχε να περισώσει κι ύστερα σώπασε – έχει δηλαδή σωπάσει πια εδώ κι εκατό περίπου χρόνια… Η δαιμονισμένη γραφή, και το θάμπωμα, και ο έρωτας, δεν μπόρεσαν να σκαρφαλώσουνε πάνω απ’ την αποτυχία. Αυτό το ξέρουμε. Όπως ξέρουμε και τι σημαίνει για τη διορία της ποίησης η σολωμική αποτυχία. Όμως, από την άποψη των Μεγάλων Ουσιών, πιο πολύ μας ενδιαφέρει νομίζω μια άλλη στιγμή της αποτυχίας του Σολωμού, ένας άλλος απώτερος σκοπός, άπιαστος κι αυτός: «Τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τα πάντα […] Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες» – παρακαλώ τον αναγνώστη να λάβει προκαταβολικά υπόψη του πως δεν πιστεύω ότι οι Μεγάλες Ουσίες είναι δουλειά της ποιήσεως, αν και πιστεύω ότι πρέπει να σπάει επάνω τους τα μούτρα της.
[…]