Η Σάρα Μπερνάρ στον ρόλο του Άμλετ (φωτογραφία του James Lafayette, περ. 1885-1900). |
[...]
Το σχήμα του Άμλετ μού φαίνεται λιγότερο ακαθόριστο (ή δεν μπορεί παρά να είναι ακαθόριστο, αλλά με την έννοια που εξηγώ παρακάτω) από ό,τι πιστεύεται γενικά – και έχω επιφυλάξεις αν ο δισταγμός και η αμφιθυμία που το διασπούν μπορούν αναλυτικά να ερμηνευθούν με ψυχολογικούς, ή άλλους συμμετρικούς όρους, όπως έχει πολλές φορές επιχειρηθεί. Ο Άμλετ (έχει κατά κόρον ειπωθεί) μπορεί να είναι ένα έργο πολιτικό ή φιλοσοφικό ή ποιητικό ή όλα μαζί ή τίποτε από αυτά, πλήρες ή ατελές, συγκλονιστικό ή αποτυχημένο – όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε, όπως και να τον μεταχειρισθούμε, να αμελήσουμε αυτήν την ταραγμένη όσο και έντονα αισθητή σχέση του με το απόλυτο, που είπα πριν. Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ να ζεις ή να μη ζεις, που συμπυκνώνει (και θα έλεγα ακυρώνει, αναβάλλει) όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες, πολύ πιο αγωνιώδες – θα το ώριζα πρακτικό – ερώτημα: πώς να ζεις. Ό Άμλετ δεν έχει, δεν θα βρει ποτέ, τρόπο να ζήσει, από την έναρξη ως τη λήξη του δράματος, γιατί καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ακριβώς η δυσαναλογία ή και απουσία της ελιοτικής «συστοιχίας» συνιστά την ίδια τη φυσιογνωμία του. Αναγκασμένος να ζήσει, καταναγκασμένος να πράξει, να περιορισθεί και να ορισθεί, γίνεται παράφορα δύστροπος, εκδικητικός προς όλες τις κατευθύνσεις – δεν εκδικείται τον φόνο του πατέρα του, εκδικείται την μοίρα του να υπάρχει, και να υπάρχει έτσι· εκδικείται την ίδια την ανάγκη να εκδικηθεί. Όλη του η διαδρομή, όλο το φέρσιμό του είναι ένα συνεχές ανοιγοκλείσιμο, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο κενό και στον ανούσιο κόσμο. Έχοντας από πολύ νωρίς συλλάβει ότι το πράττειν κατά κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο πράττεσθαι, εκτινάσσεται και διαλύεται στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, παραιτούμενος εξαρχής από αυτό το τελευταίο. Μια φευγαλέα αίσθηση ευφορίας τον αγγίζει όταν ερωτεύεται την Οφηλία ή όταν συναντά τους ηθοποιούς – αισθάνεται συμπάθεια, σχεδόν τρυφερότητα γι΄αυτούς: κι εκείνοι, όπως κι αυτός, αναπαριστούν και παριστούν, και μάλιστα εκείνοι ασύγκριτα καλλίτερα από αυτόν. Ο ίδιος καταφεύγει συχνά στην τρέλα, σ΄αυτή την δραματική υποκρισία ζωής. Μπορεί ακόμη κανείς να σκεφθεί πως, ως επεισόδιο ζωής, το γεγονός της δολοφονίας του πατέρα του σε τίποτε δεν διαφέρει από την αναπαράστασή του από τους ηθοποιούς.
Δεν με απασχόλησε ποτέ να είναι ο Άμλετ
«σύγχρονος»· με απασχολεί όμως να είναι παρών. Θα ήταν κρίμα, ο οξύς αυτός
λόγος του Άμλετ – που έχεις την αίσθηση
ότι, κυριολεκτικά, διαπερνά τον χρόνο, διαπερνά την ίδια του την γλώσσα (αυτήν
την αμετάφραστη γοητεία των αγγλικών λέξεων του Σαίξπηρ), διαπερνά σχίζοντας
ακόμα και το θεατρικό δρώμενο – να σκορπίζει μέσα στον βόμβο μιας εποχικής,
μάλλον, περίτεχνης ομιλίας, παρόλο που έστω και μ΄αυτόν εξακολουθεί πάντα να
είναι διαπεραστικός και να υπερισχύει. Όμως ο Άμλετ παρών που εννοώ, θα μιλάει, όπως σήμερα, που ο λόγος έχει γίνει
σπάνιος, μπορεί να μιλήσει. Η οποιαδήποτε,
λοιπόν, ελευθερία μου στην απόδοσή του αποσκοπεί στην έκθλιψη της
περιστροφής και στην σφιχτή απλότητα της ειδικής εκείνης έμφασης, που ενυπάρχει
στον φύσει κραυγαλέο δραματικό λόγο.
Κατά τα άλλα, προσπάθησα να συντηρήσω τον παλαιικό ευγενικό λυρισμό του
κειμένου. Ακόμα, στην μεταγραφή αυτή, πρέπει να πω, δεν είναι τόσο η εργώδης
ανάγνωση του πρωτότυπου, των δύο γαλλικών και των πολλών ελληνικών μεταφράσεων,
όσων εγώ γνωρίζω, που καθορίζουν τη μορφή της, όσο τα θραύσματα, οι εικόνες, οι
εικαστικές αισθήσεις που κράτησα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, είναι
περισσότερο οι Άμλετ που είδα, και είδα πολλούς. Την ψυχολογία της δικής μου
συνάντησης μ΄αυτόν τον Δανό – την αποσιωπώ, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ωστόσο,
θυμίζοντας αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι που είπα στην αρχή, για τα εξόριστα
πλάσματα της λογοτεχνίας – πώς αναγνωρίζονται από μακριά το ένα με το άλλο,
θέλω να σημειώσω ότι η φράση του Άμλετ «τίποτα
από μένα δεν φαίνεται», είναι η τελεσίδικη φράση που διατρέχει ολόκληρο το
«Μυθιστόρημα», ο υπόκωφος μονόλογος του Τ.
Ιούλιος 1986 – Ιούλιος 1987 –
Ιανουάριος 1988
Γιώργος Χειμωνάς, «Το πρόσχημα και το σχήμα» (προλογικό σημείωμα στη δική του μετάφραση του «Άμλετ», Κέδρος, 1988) – απόσπασμα: οι τελευταίες παράγραφοι.