Όμως μες σ' όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ' η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται - (Καβάφης, "Ο Δαρείος", 1917)
[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.
Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014
Καληνύχτα
Νίκος Γκάτσος |
Ξύπνησε
γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα
ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Tο ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μια
σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε
σταματά ν' ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην
αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ' ανέβεις στα λυγερά
κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν
εφηβικό φεγγάρι. Yπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας
ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ' όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το
ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ' αηδόνια. Eίναι
κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Nτέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια
της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και
στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν
οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ'
αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά
πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά
μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να
δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατί τότε κανείς δε θ' αστειεύεται πια το αίμα των
ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα
πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και
μάηδες και σ' όλα τα σταυροδρόμια θ' ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Tότε
θα 'ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους
ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που
είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο
στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι
βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το
μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του
Eυρώτα. Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα
εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα. Oι ταξιδιώτες των
Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ' τους Bυζαντινούς χρονογράφους.
Νίκος
Γκάτσος, Αμοργός (απόσπασμα), 1943.
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014
Πώς να το ξεχάσω
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Νίκος Γκάτσος (1911-1992) |
Πώς
να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο
περιβολάκι τ' Αϊ-Νικόλαέπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα
με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε
απ’ τη φλέβα μου μελάνιγράψε τ' όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού
είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου
κάτω κόσμου το συντριβάνι.Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.
Νίκος
Γκάτσος, «Κοίτα με στα μάτια», από τον κύκλο τραγουδιών Αθανασία, 1976.
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014
Το ακατόρθωτο
Οι ποιητές Τάσος Λειβαδίτης και Γιάννης Ρίτσος, εξόριστοι στον Αϊ-Στράτη. |
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα να ‘θελα να προφυλαχτώ από ‘να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο – είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά
μου: το ακατόρθωτο.
Τάσος
Λειβαδίτης, «Αυτοβιογραφία», Ποιήματα
(1958-1963), εκδ. Κέδρος, 1978.
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 141,
Σεπτέμβρης 1966).
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014
Από μέρα σε μέρα
Οι
ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβιβασμοί,
το
δουλικό χαμόγελο μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χαμόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύναμης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό, πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα όνειρα, ά, τα όνειρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φοβάσαι,
οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, νά, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτοπωλείο –
την έμαθες τη ζωή σου, χρόνια τώρα.
Έτσι
κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση: αν
έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και
κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.
Τάσος
Λειβαδίτης, «Από μέρα σε μέρα», Ποιήματα
(1958-1963), εκδόσεις Κέδρος, 1978.
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014
Κίνδυνος στην πόλη
Γιάννης Κοντός (1943-) |
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο
τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και
ρίχνει στο ψαχνό.Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω
– τρέχουμε.
Σκοντάφτω
στον εαυτό μου.
Ο
ποιητής παριστάνει
το
οπωροφόρο δέντρο για ναγλιτώσει τον ξυλοκόπο.
Γιάννης
Κοντός, «Κίνδυνος στην πόλη», Τα
απρόοπτα, εκδ. Κέδρος, 1975.
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014
διά της λύπης
VIII
μα πέσαν τα πουλιά και τα 'φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου
τους δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ στη μπλούζα
ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με ερινύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτόρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού
με τη χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρόμικα σοκάκια το τραγούδι...
Δεν
είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου
με
άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίραςμα πέσαν τα πουλιά και τα 'φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου
τους δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο
Ψυχόπολη
με
τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστραμε τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ στη μπλούζα
ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με ερινύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτόρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι
Ανεξερεύνητο
έγκλημα
εδώ
περιπλανήθηκαανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού
με τη χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρόμικα σοκάκια το τραγούδι...
μη ελπίσεις παρ' εμού
ούτε στίχους ούτε άλλο τι∙
μόνον δια της λύπης
είμαι εισέτι ποιητής *
Βύρων
Λεοντάρης, Μόνον δια της λύπης…,
Αθήνα, εκδ. Σημειώσεις, 1976
(επανέκδοση:
Αθήνα, εκδ. Έρασμος, 2006).
*
Από επιστολή του ποιητή Νίκου Γ. Καμπά (1857-1932), γραμμένη στην
Αλεξάνδρεια (όπου υπηρετούσε ως δικαστής), στις 29 Σεπτέμβρη 1883, με παραλήπτη τον Κωστή Παλαμά (1859-1943) – ο οποίος
τον προέτρεπε να εξακολουθήσει να γράφει ποίηση.
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014
Μνήμες
Ήμασταν
όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης"
"Σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
...Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο-τρεις ξενιτεύτηκαν
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο, κι ο Xάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούργιοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Eίν' η δική του. Aνάβει μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος, που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως.
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης"
"Σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
...Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο-τρεις ξενιτεύτηκαν
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο, κι ο Xάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούργιοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Eίν' η δική του. Aνάβει μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος, που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως.
Μανόλης
Αναγνωστάκης, «Χάρης 1944», Εποχές
(1941-1944), Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης 1945.
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014
Γερμανικό τραγούδι
Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
(Άννα, μην κλαις)
Θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.
Στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί.
Εμένα όμως δε με βάζουν στο χέρι.
Σαν γυρίσω ξανά
θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες.
(Άννα, μην κλαις)
Θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή
(Άννα, μην κλαις)Στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί.
Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει
(Άννα, μην κλαις)Εμένα όμως δε με βάζουν στο χέρι.
Ο στρατός, ξεκινά
(Άννα, μην κλαις)Σαν γυρίσω ξανά
θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες.
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Γερμανικό τραγούδι» (1936), απόδοση:
Μάριος Πλωρίτης.
Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014
Το κάψιμο των βιβλίων
10 Μάη 1933, πλατεία Όπερας, Βερολίνο: Οι ναζί ρίχνουν 2.500 "αντεθνικά" βιβλία στην πυρά. |
Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε
σε δημόσιες πλατείες τα βιβλία που
περικλείνουν ιδέες ανατρεπτικές,
κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια
να σέρνουν κάρα ολόκληρα
με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος
ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,
διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,
με φρίκη του είδε πως τα δικά του
τα είχανε ξεχάσει. Χίμηξε στο γραφείο του
με τις φτερούγες της οργής κι έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα:
«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη, « Κάψτε με!
Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!
Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα
μου φερνόσαστε σα να ’μαι ψεύτης! Σας διατάζω:
Κάψτε με!»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Το κάψιμο των βιβλίων» (1938),
απόδοση: Πέτρος Μάρκαρης.
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014
Ύμνος στον Θεό
Βαθιά
στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύανε σε σένα, και πέθαναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως – και σαπίσαν παρευθύς.
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δε μπορούν χωρίς εσένα
να πεθάνουν –
πες μου, τι σημασία έχει – τ’ ότι δεν υπάρχεις;
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Άφησες
να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα
αυτούς που θέλαν να πεθάνουν, δεν τους άφησες…Πολλοί από κείνους που τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύανε σε σένα, και πέθαναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες
τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί
ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως – και σαπίσαν παρευθύς.
Λένε
πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα
πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δε μπορούν χωρίς εσένα
να πεθάνουν –
πες μου, τι σημασία έχει – τ’ ότι δεν υπάρχεις;
Μπέρτολτ
Μπρεχτ, «Ύμνος στον Θεό» (1919), απόδοση: Μάριος Πλωρίτης.
Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014
Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Bertolt Brecht (1898-1956) |
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Kαι τη χιλιοκαταστραμμένη Bαβυλώνα
ποιός την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν, πού πήγανε
οι χτίστες; H μεγάλη Pώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους
θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες; Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας,
με ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
O
νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες.
Mοναχός
του;O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του
βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο. Ποιος
άλλος τόνε κέρδισε;
Kάθε
σελίδα και μια νίκη.
Ποιος
μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;Kάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιός πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες
και πόσες ιστορίες.
Πόσες
και πόσες απορίες.
Μπέρτολτ
Μπρεχτ, «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» (1935),
απόδοση:
Μάριος Πλωρίτης.
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014
Φαντασία
Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984) |
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Kαι
νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’
άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Kι
όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για
ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.
Kι
όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’
από τόπους και καιρούς, έως ότου –φως μου– (καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
Γιάννης Σκαρίμπας, «Φαντασία», Ουλαλούμ, 1936.
Σάββατο 30 Αυγούστου 2014
Μεταθανάτιο
Μεταθανάτια
μοιάζει αυτή η χαρά
σαν όταν πια το σκάσαμε από τους δικούς μας
κι είμαστε ακόμη πλανεμένοι και έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής
κι αυτοί, μετά τους πρώτους θρήνους και οδυρμούς,
αρχίζουν να τελούν με ευλάβεια τα ταγμένα
και μες στη φούρια για τα τριήμερα, τα εννιάημερα και τα σαράντα
αποξεχνιούνται, ξανασαίνουν με ανακούφιση
ξαλαφρωμένοι από το βάρος της απτής μας παρουσίας
κι αγάλλονται τα πρόσωπά τους φέγγος εγκαρτέρησης και προσδοκίας
για μια συνάντηση άλλη, μυστική
με αλλόκοτα καμώματα
πότε ξεχνώντας ανοιχτές τις πόρτες στον αέρα
πότε μια θέση παραπάνω στο τραπέζι άδεια
πότε μες στην ομίχλη πλάι τους βαδίζοντας
δείχνοντας τις πληγές μας για να μας πιστέψουμε και πότε
παίζοντας τις νεφέλες πάνω στα λοφάκια
Όλα περίπαθα τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
κι όλα σάμπως ανύπαρκτα
πως είμαστε τάχα άυλοι τάχα άχρονοι
αποθανόντες από των στοιχείων του κόσμου
λευτερωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον
και μες στη μέθη αυτή
ξεσκίζοντας το καθ΄ημών χειρόγραφον
και αψηφώντας το μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης
πώς να σκεφτούμε, ως ζώντες, για παρηγοριά ή μετάνοια;
σκιά μελλόντων πάνω μας τα εγκόσμια και θα μας γονατίσουν
Έρχεται η Πεντηκοστή
και γόνατα και μέτωπα στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…
σαν όταν πια το σκάσαμε από τους δικούς μας
κι είμαστε ακόμη πλανεμένοι και έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής
κι αυτοί, μετά τους πρώτους θρήνους και οδυρμούς,
αρχίζουν να τελούν με ευλάβεια τα ταγμένα
και μες στη φούρια για τα τριήμερα, τα εννιάημερα και τα σαράντα
αποξεχνιούνται, ξανασαίνουν με ανακούφιση
ξαλαφρωμένοι από το βάρος της απτής μας παρουσίας
κι αγάλλονται τα πρόσωπά τους φέγγος εγκαρτέρησης και προσδοκίας
για μια συνάντηση άλλη, μυστική
Αυτές
τις μέρες είναι που πλανιόμαστε και ρεμπελεύουμε
ξέμπαρκοι
στη ζωή τους και στα όνειρά τουςμε αλλόκοτα καμώματα
πότε ξεχνώντας ανοιχτές τις πόρτες στον αέρα
πότε μια θέση παραπάνω στο τραπέζι άδεια
πότε μες στην ομίχλη πλάι τους βαδίζοντας
δείχνοντας τις πληγές μας για να μας πιστέψουμε και πότε
παίζοντας τις νεφέλες πάνω στα λοφάκια
Όλα περίπαθα τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
κι όλα σάμπως ανύπαρκτα
Έτσι
και τώρα που είναι πρόσφατος αυτός ο χωρισμός μας
και
μας κατέχει ακόμη η σύντομη ψευδαίσθησηπως είμαστε τάχα άυλοι τάχα άχρονοι
αποθανόντες από των στοιχείων του κόσμου
λευτερωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον
και μες στη μέθη αυτή
ξεσκίζοντας το καθ΄ημών χειρόγραφον
και αψηφώντας το μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης
πώς να σκεφτούμε, ως ζώντες, για παρηγοριά ή μετάνοια;
Αλλά
το σώμα είναι σώμα και τα δάκρυα δάκρυα
το
πλήρωμα των ημερών εγγίζεισκιά μελλόντων πάνω μας τα εγκόσμια και θα μας γονατίσουν
Έρχεται η Πεντηκοστή
και γόνατα και μέτωπα στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…
Βύρων
Λεοντάρης, ποίημα ΙΧ από τη συλλογή Εκ
περάτων,
Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 1986.
Βύρων Λεοντάρης
Ο Β. Λεοντάρης (1932-2014) σε φωτογραφία από το αρχείο του Κ. Κοβάνη. Πηγή: www.enet.gr. |
[…] Ο Βύρων
Λεοντάρης ανήκε σε έναν κύκλο διανοουμένων που δεν χαρίστηκαν στην ιδεολογία
της προόδου· αντίθετα, έδειξαν δρόμους, υποβάλλοντας τις αφαιρέσεις και τις
αδιαφορίες της σε ανηλεή κριτική. Αν γι’ αυτό βιαστεί κανείς να τον κατατάξει
στους “ρομαντικούς”, μαζί με τους συνοδοιπόρους του των Σημειώσεων, ας το κάνει τουλάχιστον με τον τρόπο του Μικαέλ Λεβί,
τακτικού συνομιλητή του περιοδικού και των συγγενών εκδόσεων Έρασμος, αυτές τις
δεκαετίες της παράλληλης σταδιοδρομίας τους: «Για τον επαναστατικό ρομαντισμό»,
γράφει ο Λεβί στο Προμήνυμα κινδύνου,
«το αντικειμενικό δεν είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια αλλαγή πορείας
προς ένα ουτοπικό μέλλον». Αν είναι πάλι να τον ταξινομήσει στους “ουτοπικούς”,
ας σκέφτεται έστω την ουτοπία όπως ο Έρνστ Μπλοχ, που την αποκατέστησε: σαν «το
μη-είναι-ακόμη». Ή εν πάση περιπτώσει ας αρκεστεί στο απλό: ότι τέσσερις
δεκαετίες τώρα, ο Βύρων Λεοντάρης, μαζί με τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον
Στέφανο Ροζάνη, τον Μάριο Μαρκίδη, τον Μανόλη Λαμπρίδη, τον Μάρκο Μέσκο και τον
Τάσο Πορφύρη, υπερασπίστηκε την ποίηση ως κοινή υπόθεση, με αίσθηση καθήκοντος,
κυρίως όμως με πάθος, “διά της λύπης” και μην παρατώντας “τη χαρά στους ανίδεους”.
Με το ίδιο πάθος που ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του υπερασπίστηκαν τη
φιλοσοφία («σε τι χρησιμεύει ακόμα», άραγε;) και τις ηττημένες εξεγέρσεις, από
την Ουγγαρία και το Πολυτεχνείο, μέχρι τον δικό μας Δεκέμβρη του 2008: ως
κριτικές του υπάρχοντος από τη σκοπιά αυτού που δεν είναι ακόμα εδώ. […]
(Δημοσθένης
Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος, «Θερινές αφαιρέσεις»)
Περισσότερα:
http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/
(Αφιερώματα 2014: Βύρων Λεοντάρης)
Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014
Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014
Αργοναύτες
Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτῇ βλεπτέον : *
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, έλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. **
** Πβ. Ομήρου Οδύσσεια, λ 75-78.
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτῇ βλεπτέον : *
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
Ήτανε
καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε
από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, έλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. **
Κανείς
δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Γιώργος
Σεφέρης, Μυθιστόρημα, «Δ’. Αργοναύτες»,
Αθήνα, 1935.
* Πλάτωνος Αλκιβιάδης 133b: «Λοιπόν, φίλε μου
Αλκιβιάδη, κι η ψυχή,
αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να
κοιτάξει».
** Πβ. Ομήρου Οδύσσεια, λ 75-78.
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014
Σάββατο 7 Ιουνίου 2014
Οι αρλεκίνοι
Εσύ υπέρμαχε της μελοδραματικής αυτοβιογραφίας
που πιστεύεις πως dulce et decorum est *
να μας εξομολογείσαι την ανούσια καθημερινότητά σου
Εσύ άξεστε εξ υιοθεσίας ποιητή
που σ’ αρέσει να επαναλαμβάνεις εκείνη την επίπλαστη σαχλαμάρα
πως τα στιχάκια σου είναι τάχα το αίμα τής ψυχής σου
Εσύ τραγικέ ήρωα της Πλατείας Κολωνακίου
που με τόση αλαζονεία διαλαλείς
πως πίνεις της οικουμένης το φαρμάκι (τη μπύρα σου δηλαδή)
από δισκοπότηρο καθαγιασμένο
Εσύ
δειλέ κρυπτοφασίστα
που
τυλιγμένος μέσα στην αντιδραστική σου robe de chambreκαρατομείς τις λέξεις με μαχαίρι ταξικό
Εσύ προαγωγέ με τις καλές προθέσεις
που εκδίδεις την ποίηση
για να καλύψεις την ανεπάρκειά σου
Αναρωτήθηκες
ποτέ αν αξίζει να ζει κανείς έναν τόσο ηλίθιο θάνατο;
Χάρης
Βλαβιανός, «Αρλεκίνος ολίγον τι της μόδας», Άσπονδος
Αναίρεσις,
Αθήνα, εκδ. Ρόπτρον, 1989.
*
dulce … est: Περικοπή του στίχου “dulce et decorum est pro patria mori”
(μετ.: είναι ηδύ και πρέπον για την πατρίδα να πεθαίνεις), Οράτιου Ωδές, ΙΙΙ, ii, 13.
Παρασκευή 23 Μαΐου 2014
Σκεφτείτε
Γιάννης Γαΐτης, Αντιθέσεις, 1973 |
μετά την δολοφονίαν των ποιητών
εμένα σκεφτείτε ανεβαίνοντας το φλογερό δρόμο
που άλλοτε ακούγονταν κλαγγές όπλων
φοιτητών
τώρα έρημο πάρκο.
Σκεφτείτε τη θέση των ποιητών
μετά την εγκαθίδρυση των κυβερνήσεων
μετά τη διαταγή παύσατε πυρ υμνήσατε τους
άρχοντας
σκεφτείτε και μένα.
Μέσα στο ήρεμο πλήθος υψώνομαι
με
κοιτάζουν παράξεναμέσα στη νέα βουή δεν ακούγομαι
πέφτω και φεύγω.
Γιέσενιν - Μαγιακόφσκι αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέτις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιον να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή
κάποιου εγκάρδιου Ναζίμ
που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία.
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα
Λειβαδίτηγια έρωτες και σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι.
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάζεις
όπως άλλοτε μαζί μου θάνατος στους τυράννους.
Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει
θα βγεις με την κορούλα σου στους δρόμους
γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δε θ’ αναγνωρίζεις τίποτα.
Έλα μαζί μου.
Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς
μ’ αρχόντους
ατσάλωνε την τόση θέλησή της
πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις
αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.
Μιχάλης Κατσαρός, «Μέρες 1953», Κατά Σαδδουκαίων, 1953.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)