Ένα από τα τελευταία χειρόγραφα
του Κ. Γ. Καρυωτάκη (1896-1928), το ποίημα με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο «Αισιοδοξία»,
γράφηκε πιθανώς τον Απρίλιο ή Μάιο του 1928, στο Παρίσι ή στην Αθήνα, λίγους
μήνες πριν από την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα (21 Ιουλίου).
Aς υποθέσουμε πως δεν
έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην
άβυσσο του νου. Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.
Aς υποθέσουμε πως είμαστε
εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης,
του Bορρά· ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Aς υποθέσουμε πως του
καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα
εστένεψαν, κολλούν τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος*.
Aς υποθέσουμε πως δεν
έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια
της σιγής, κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
* Κατά τον νεοελληνιστή Γ. Π. Σαββίδη,
πιθανή αναφορά στην Ασκητική του
Νίκου Καζαντζάκη, η οποία είχε δημοσιευτεί το 1927 με τίτλο Salvatores Dei (= Σωτήρες
Θεού).