Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Eίμαστε κάτι απίστευτες
αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα
χάη,στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες
αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να
συγκεντρωθούμε.Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση
πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα,
κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε
κάτι…], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.