[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Οι άδοξοι


(Πάνω σ' ένα ποίημα του Gavin Ewart)
Amedeo Modigliani, Ανδρικό κεφάλι
(Πορτρέτο ενός ποιητή), ελαιογραφία, περ. 1915,
Detroit Institute of Arts, Η.Π.Α.


Δεν είναι πολύ μεγάλη η πίτα.
Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά·
πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα,
που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά.
Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή
γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή.

Τον θαυμασμό επιθυμούμε
για κάθε στίχο που εκστομίζουμε,
κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε
θυμώνουμε κι αφρίζουμε.
Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς
κακόπιστους ή χολερικούς.

Νιώθουμε μια περίεργη θλίψη
που τα βιβλία μας μένουν απούλητα.
Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει
η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα
το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα
αγοράζει μυθιστορήματα.

Πιστεύουμε πως κάτι δεν πάει
καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί
καταφρονώντας τα εντελβάις
των κορυφών μας για τα ευτελή
κι άοσμα άνθη της γλάστρας
που τ’ ανεβάζουν ώς τ’ άστρα.

Το θεωρούμε απίστευτο ότι
οι αερολογίες του ενός
κι οι άξεστοι κι ανοικονόμητοι τρόποι
του άλλου κι ο δυσκοίλιος ή φτηνός
λόγος εκστασιάζουν· ότι η κριτική
βρίσκει στους κρότους τού τάδε μουσική.

Είμαστε βέβαιοι (ή σχεδόν βέβαιοι) ότι το
μέλλον θα μας δικαιώσει
και το αχειροκρότητο
έργο μας θ’ αποθεώσει.
Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη.
Λέμε : « O χρόνος θα δείξει ».
 

Νάσος Βαγενάς, «Μπαλλάντα ενός άδοξου ποιητή για τη νέα χιλιετία»,
Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 2001.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Ο αφανής


Νάσος Βαγενάς (1945-)
Άφησα πίσω μου ποιητικές συλλογές δέκα,
πέντε για τους πολλούς και πέντε για τους λίγους,
με στίχους θεοδώρητους, που ιχνηλατούν
τα όρια του μηδενός.
Οι πολλοί δεν τις διάβασαν,
οι λίγοι δεν τις κατάλαβαν.
Αδιάβαστος, ακόμη, και ακατανόητος,
αν και δεν ζω, ελπίζω.


Νάσος Βαγενάς, «Τριαντάφυλλος Μωραΐτης», Στέφανος, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 2004.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Οκτάνα

[…]
Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εντέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
[…]
Οκτάνα θα πη παν ό,τι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.
Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.
Οκτάνα θα πη, όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
[…]

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», Οκτάνα, 1965.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Φωτιά του χειμώνα


Paul Éluard (1895-1952)
Je fis un feu, l'azur m'ayant abandonné,
Un feu pour être son ami,
Un feu pour m'introduire dans la nuit d'hiver,
Un feu pour vivre mieux.

Je lui donnai ce que le jour m'avait donné :
Les forêts, les buissons, les champs de blé, les vignes,
Les nids et leurs oiseaux, les maisons et leurs clés,
Les insectes, les fleurs, les fourrures, les fêtes.

Je vécus au seul bruit des flammes crépitantes,
Au seul parfum de leur chaleur;
J'étais comme un bateau coulant dans l'eau fermée,
Comme un mort je n'avais qu'un unique élément.


Paul Éluard, «Pour vivre ici » (1918), Le livre ouvert I, 1940.


Έφτιαξα μια φωτιά, αφού ο ουρανός με παράτησε,
Μια φωτιά για να ’μαι φίλος της,
Μια φωτιά να με υποδέχεται μέσα στη νύχτα του χειμώνα,
Μια φωτιά για να ζούμε καλύτερα.

Της έδωσα ό,τι μου είχε δώσει η μέρα:
Δάση, θάμνους, αγρούς σταριού, αμπέλια,
Φωλιές και τα πουλιά τους, σπίτια και τα κλειδιά τους,
Έντομα, λουλούδια, γούνες, γιορτές.

Έζησα μόνο με τον θόρυβο φλογών που τρίζουν,
Μόνο με το άρωμα της θερμότητάς τους·
Ήμουν σαν πλοίο που γλιστράει σε κλειστά νερά,
Όμοια με νεκρό, δεν είχα παρά ένα μοναδικό στοιχείο.


(απόπειρα μετάφρασης: L.M.)

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Το φως που καίει


Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴν καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά 'ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερ’, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύννεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά·

κι ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὣς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα – κι αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτινὲ ἔρωτά μου,
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὣς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τοὺς ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακριὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριὰ πολὺ κι ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους…


Κώστας Βάρναλης, Πρόλογος, Το φως που καίει, Αλεξάνδρεια, 1922.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Τετράστιχο


Δε γνωρίζει από γεράματα η ψυχή,
δεν υπάρχεις ό,τι χρόνος λέγεσαι,
στων πνευμάτων την περιοχή,
Φλόγα, καις, δεν καίγεσαι.


Κωστής Παλαμάς, Ο κύκλος των τετράστιχων, 14, 1929, Άπαντα, Θ΄, εκδ. Μπίρη-Γκοβόστη.