Κώστας Βάρναλης (1884-1974) |
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω,
θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰστρωτὴν καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.
Νά 'ναι
χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερ’, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη
νεροποντὴχυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύννεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.
Νὰ ταξιδεύουν στὸν
ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ
μεταξένιοι ἀχνοὶκαὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.
Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ
λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ
χορευτικὰτὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά·
κι ἀντάμα τους νὰ
σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὣς μέσα στὸ νερὸτὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα – κι αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.
Ἔτσι νὰ στέκω,
θάλασσα, παντοτινὲ ἔρωτά μου,
μὲ μάτια νὰ σὲ
χαίρομαι θολὰκαὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι ἀλάργα βάσανα πολλά.
Ὣς νὰ μὲ πάρεις
κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου
ἀψηλά τοὺς ἀνθισμένουςκαὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακριὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριὰ πολὺ κι ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους…
Κώστας
Βάρναλης, Πρόλογος, Το φως
που καίει, Αλεξάνδρεια, 1922.