[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Blowin' in the wind


Bob Dylan (1941-), φωτογρ. 1964

How many roads must a man walk down
Before you call him a man?
Yes, ’n’ how many seas must a white dove sail
Before she sleeps in the sand?
Yes, ’n’ how many times must the cannonballs fly
Before they’re forever banned?
The answer, my friend, is blowin’ in the wind
The answer is blowin’ in the wind

How many years can a mountain exist
Before it’s washed to the sea?
Yes, ’n’ how many years can some people exist
Before they’re allowed to be free?
Yes, ’n’ how many times can a man turn his head
Pretending he just doesn’t see?
The answer, my friend, is blowin’ in the wind
The answer is blowin’ in the wind

How many times must a man look up
Before he can see the sky?
Yes, ’n’ how many ears must one man have
Before he can hear people cry?
Yes, ’n’ how many deaths will it take till he knows
That too many people have died?
The answer, my friend, is blowin’ in the wind
The answer is blowin’ in the wind

Bob Dylan, “Blowin’ In The Wind” (1962), στο άλμπουμ The Freewheelin’ Bob Dylan, 1963. Οι στίχοι του, στο βιβλίο: The Lyrics 1961-2012, έκδ. 2016.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Ύπνος ανόνειρος



Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τούς σκέπασε
το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ,
σ’ ένα κουτάλι του γλυκού
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται,
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.


Αργύρης Χιόνης, ποίημα ΙΑ’, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη,
Αθήνα, εκδόσεις Υάκινθος, 1986.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Πρωτεύουσα


Μελισσάνθη (1907-1990)

Φορώ το σκάφανδρό μου και περιφέρομαι
στο ενυδρείο της πόλης.
                                   Οι δρόμοι της όλοι
βρίθουν από δύτες των θολών νερών.
Σώματα πνιγμένων που αιωρούνται
αγκιστρωμένα στις πετονιές, δυσκολεύουν την κυκλοφορία.
Άπληστα βλέμματα καραδοκούν, ενεδρεύουν
σε κάθε βήμα. Πραμάτειες φτηνές, δολώματα ευτελή
κι η λεία παγιδεύεται μ’ ευκολία.
Στις κεντρικές διαβάσεις οι πυκνώσεις του πλαγκτού
ωθούνται προς τις χαίνουσες εισόδους των σουπερμάρκετ
– τα χαίνοντα στόματα από αδηφάγα κήτη
εκβρασμένα σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας.
Υπερμεγέθη θηλαστικά που αναμηρυκάζουν
το εισερχόμενο κι εξερχόμενο πλήθος –

Στις ώρες της αιχμής ογκώνεται το παλιρροϊκό κύμα.
Η συνεχής αέναη αναταραχή, απ’ την ασίγαστη ΒΟΥΛΙΜΙΑ
του πλήθους. Η απειλή που μεγαλώνει, ο τρύπιος πίθος
η αόρατη «μαύρη τρύπα» που καταπίνει τον γαλαξία.

Μελισσάνθη, «Πρωτεύουσα 1980»,
Τα νέα ποιήματα, 1974-1982, εκδ. Πρόσπερος, 1982.

Σατιρικόν οξύμωρον


Μελισσάνθη

Σκοτείνιασε όταν έπεσε το φως τυφλωτικό
Λιγόστεψε όταν ο αριθμός έγινε πολλαπλάσιος
Οι λύσεις γίναν κόμπος άλυτος
κι όταν η Αριάδνη έτρεξε λυσίκομη
κύλησε ανάποδα το κουφάρι της
Τότε ο κάβουρας έγινε ωκύποδας
κι ο Αχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
έξω απ᾿ την εξίσωση του Ελεάτη
αδιαφορώντας για το πρόβλημα του χωροχρόνου
αδιαφορώντας για το αγώνισμα στον Ιππόδρομο
και τα χαμένα στοιχήματα
την ανατίμηση του πετρελαίου
τον πυρετό του χρυσού
την παγκόσμια κρίση
ενώ γύρω του ξεφώνιζαν υστερικά:
Rent a car... Rent a car...

Ορυμαγδός από εκσκαφείς κι αριθμομηχανές
ανοίγουν σ᾿ όλα τα τοιχώματα ρωγμές
Οι δρόμοι με τα μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
– σχηματίζονται, αποσχηματίζονται
υψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι αντιστοιχίες στίχων –

Βραδινό τοπίο με τριζόνι
Η νύχτα αναποδογυρισμένη ομπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμός και φεγγάρι
κυλάει αποκεφαλισμένο στην άσφαλτο
ενώ από ένα σφάλμα computer
ο κόσμος τινάζεται στον αέρα.

Μελισσάνθη (Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη), «Σατιρικόν οξύμωρον»,
Τα νέα ποιήματα, 1974-1982, Αθήνα, εκδόσεις Πρόσπερος, 1982.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Σοφία


Τ. Κ. Παπατσώνης (1895-1976)

Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στην γυμνότητα,
ένα ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,
τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,
και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,
κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,
όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση
σοφίας. Ένδεια σημερινή. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.

Τ. Κ. Παπατσώνης, «Σοφία», Εκλογή Β’,
Το ασματικόν, εκδόσεις Ίκαρος, 11962.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Δεκέμβρης του `44


Διονύσης Σαββόπουλος (1944-)

Δεκέμβρης του ‘44
με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη
γυρίζει ο θανατάς
να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη.

Από τα χώματα και με το αεράκι
βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή
είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι
στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί.

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός
κάστρα ανεμισμένα
καΐκια μες στο φως
η προκυμαία, βεγγαλικά και χορωδίες
τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες.

Τα χρόνια που εξαγόρασε για πάντα
η φαντασία του τα λέει παιδικά
κι όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η μπάντα
μοιάζουν σαν να ‘ναι μελλοντικά.

Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης
κάτω από τη σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
στριφογυρίζω μια σημαιούλα μες στο κρύο
νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο.

Μέσ’ απ’ τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα
βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό
ο κόσμος λιώνει σαν δωμάτιο με σόμπα
κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό.

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους
ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη Γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία.

Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θ’ αποκριθεί: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή».

Διονύσης Σαββόπουλος, «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» (από τον κύκλο τραγουδιών
Η ρεζέρβα, 1979), Η σούμα, 1963-2003, εκδ. Ιανός, 2003.