Μελισσάνθη (1907-1990) |
Φορώ το σκάφανδρό μου και
περιφέρομαι
στο ενυδρείο της πόλης.
Οι δρόμοι
της όλοι
βρίθουν από δύτες των
θολών νερών.
Σώματα πνιγμένων που
αιωρούνται
αγκιστρωμένα στις
πετονιές, δυσκολεύουν την κυκλοφορία.
Άπληστα βλέμματα
καραδοκούν, ενεδρεύουν
σε κάθε βήμα. Πραμάτειες
φτηνές, δολώματα ευτελή
κι η λεία παγιδεύεται μ’
ευκολία.
Στις κεντρικές διαβάσεις
οι πυκνώσεις του πλαγκτού
ωθούνται προς τις
χαίνουσες εισόδους των σουπερμάρκετ
– τα χαίνοντα στόματα από
αδηφάγα κήτη
εκβρασμένα σε καίρια
σημεία της πρωτεύουσας.
Υπερμεγέθη θηλαστικά που
αναμηρυκάζουν
το εισερχόμενο κι εξερχόμενο
πλήθος –
Στις ώρες της αιχμής
ογκώνεται το παλιρροϊκό κύμα.
Η συνεχής αέναη αναταραχή,
απ’ την ασίγαστη ΒΟΥΛΙΜΙΑ
του πλήθους. Η απειλή που
μεγαλώνει, ο τρύπιος πίθος
η αόρατη «μαύρη τρύπα» που
καταπίνει τον γαλαξία.
Μελισσάνθη, «Πρωτεύουσα
1980»,
Τα νέα ποιήματα, 1974-1982, εκδ. Πρόσπερος, 1982.