[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Οι σκιές


Jacques Émile Blanche (1861-1942),
 πορτραίτο της Anna de Noailles, 1919,
 ελαιογραφία, Musée d'art moderne et
contemporain de Strasbourg, Γαλλία.

Όταν πια θα ’μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
                    χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που ’ναι
οι ποιητές και καρτερούνε
                    με το βιβλίο τους.

Φρανσουά Βιγιόν, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλοι
                    ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
                    κι έκλαιαν οι Μούσες!

Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
                    δεύτερος Παν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο, με κρασί,
                    pauvre Lélian; *

Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
                    Ερίκε Χάινε,
ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπό σου
                    γείρε και πράυνε.

Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
                    έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
                    νά ’ρθω εκεί πέρα.


Annalisabeth, Comtesse Mathieu de Noailles (1876-1933), «Οι σκιές»,
μετάφραση: Κ. Γ. Καρυωτάκης.


* Lélian: αναγραμματισμός του ονοματεπώνυμου Paul Verlain, τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Βερλαίν και ως τίτλο στο τελευταίο κεφάλαιο των Καταραμένων ποιητών (1888).

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Φουτουριστικό


Lyubov Sergeyevna Popova (1889-1924), Air Man Space (αγγλική μετάφραση του ρωσικού τίτλου), ελαιογραφία, 1912, Κρατικό Ρωσικό Μουσείο, Πετρούπολη.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Ξελασπώστε το μέλλον



Το μέλλον δε θα ’ρθεί
                               από μονάχο του, έτσι νέτο - σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
                                κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το!
Απ’ την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
                 δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες,
για να την ονειρεύεσαι
                                τις νυχτιές.
Μέτρησε,
             καλοσκέψου,
                               σημάδεψε —
και τράβα, βήματα τα βήματα,
                                          έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον
                      ο κομμουνισμός
στη γη,
           στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μες στο σπίτι,
                                στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
                  στη φαμίλια,
                                    στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει,
                 που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
                                 σαν κάρο κακογρασωμένο,
εκείνος που,
                  σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
                                                          χλωμιάζει ευθύς,
αυτός
        το μπόι του μέλλοντος
                                        δεν το ’χει φτασμένο.
Πόλεμος
            δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
                      στα μέτωπα
                                       με βολές πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
                   του σπιτικού,
                                      η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
                                    δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
                                   στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
            μες στη μακαριότητα
                                          ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, —
αυτός δεν έφτασε το μπόι
                                     της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
                                     που θα ’ρτεί.
Σαν τη φλοκάτα
                        και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερνότητας
                                           τον κατατρώει στιγμή-στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
                              των ημερών μας για ν’ αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Ξελασπώστε το μέλλον» (1925), απόδοση: Γιάννης Ρίτσος – Άρης Αλεξάνδρου, στην ανθολογία Μαγιακόβσκη: Ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος, 1963.

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Για μια ποιητική τέχνη


                                     V

Αχ θεούλη μου, τι ωραία που θα ’ταν να ’γραφα ένα ποιηματάκι

R. Queneau (1903-1976)
Μπα! Να ένα που περνάει τώρα δα από μπροστά μου
Ψιτ ψιτ ψιτ
Έλα εδώ χρυσό μου να σε εμπλέξω
Στο ίδιο περιδέραιο με τ’ άλλα μου ποιήματα
Έλα εδώ να σε εμπήξω
Στο οικοδόμημα των Απάντων μου
Έλα εδώ να σε εμπαταδώσω
Και να σε ενομοιοκαταλήξω
Και να σε ερρυθμολογήσω
Και να σε ελλυρικοποιήσω
Και να σε εμπηγασεύσω
Και να σε ενστιχώσω
Και να σε εμπεζολογήσω

Να πάρει η ευχή
Την κοπάνησε


Raymond Queneau, «Για μια ποιητική τέχνη», V,
μετάφραση:  Αχιλλέας Κυριακίδης, από την Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης (από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας) του Χριστόφορου Λιοντάκη, Αθήνα, εκδόσεις Καστανιώτη, 1988.

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Ερημόνησο



Τούτο τ’ ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη
φύκια ξεριζωμένα από παλιές τρικυμίες
και τα φτερά σου νεκρά στον αγέρα
ψηλά με τις φωνές που δεν προφτάνουν
να γίνουν γλάρος κι άλλοτε
χρυσά και μαύρα στον αφρό
χωρίς ξεκούραση, χωρίς γαλήνη.
Και τούτος ο κάβος στο Βοριά
σα ραχοκοκκαλιά δεινόσαυρου
καθώς γέρνει να γλύψει στα νύχια του
το αίμα από τα σπαραγμένα περιστέρια μας.

Κάπου εδώ

Κάπου εδώ πλευρίσαμε αλαφρά, σιωπηλοί
κρύβοντας τα πρώτα δάκρυα
πίκρα της θύμησης που στεγνώνει
σαν αλάτι στο κορμί και γύρω στα χείλια
πίκρα της μεγάλης ερημιάς
όπως όταν ξυλάρμενο σε βρίσκει το βράδυ
και γυρεύεις τ’ αστέρια που αγάπησες πολύ
μέσα σε κλειστά κοχύλια, βυθισμένα.
Κι ολοένα η μουσική απ’ τα κουπιά
και του νερού το λίκνισμα στα πλάγια
με τ’ όνομά σου που πεταλούδιζε σπασμένο
παιγνίδι των ίσκιων, της νυχτερίδας χορός.

Πώς βρέθηκες
εδώ που τελειώνουν οι μέρες, ο καιρός κι η θάλασσα
γυμνή κι ολομόναχη
μες στο βαθύ κυμάτισμα της πετρωμένης άμμου
μέσα στα σάπια φύκια ίδιος αρχάγγελος
ματίζοντας τα τρυπημένα δίχτυα μας
ενώ σε ταξιδεύει ο ύπνος στα νησιά του.

Τι παλεύεις απελπισμένη να κρατηθείς
μες στον περίγυρο της μνήμης σου
που ολοένα στενεύει·
τι γυρεύεις κι έρχεσαι και μας ξυπνάς
μια ώρα περασμένα τα μεσάνυχτα
με μια φωνή πνιγμένου στο σκοτάδι
αφού το ξέρεις
δώσαμε τ’ όνομά σου στο καράβι μας
στην ψυχή μας,
πήραμε τα μαύρα πέλαγα
κι ούθε φυσήξει.

Κάποτε κιόλας ανάμεσα στα ξάρτια
καθώς τραβάμε τα σκοινιά
τα δάκρυα με προδίνουν.
Συλλογισμένος τα σφουγγίζω με το σκούφο μου
κι όλο ρωτάω
αν ήσουν όνειρο στην πλώρη μας
αν ήσουν…

                                                 Φθινόπωρο 1943

Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα (1943-2008), Αθήνα, εκδόσεις Κίχλη, 2017.

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα διήμερο για το περιοδικό "Σημειώσεις"

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 27 & ΣΑΒΒΑΤΟ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017
ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Τσιμισκή & Παύλου Μελά, είσοδος από τον πεζόδρομο - τέρμα Ισαύρων)
 


Το περιοδικό Σημειώσεις είναι το μακροβιότερο μεταπολιτευτικό έντυπο κριτικής θεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ποίησης στην Ελλάδα. Το πρώτο τεύχος του κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1973, με συνεργάτες και συνεκδότες μια παρέα νέων διανοούμενων: τον Μ. Αφεντόπουλο (Μάριο Μαρκίδη), τον Ανδρέα Κίτσο-Μυλωνά, τη Ρένα Κοσσέρη, τον Μανόλη Λαμπρίδη, τον Αντώνη Λαυραντώνη, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και τον Στέφανο Ροζάνη. Κοινό σημείο αναφοράς του «πυρήνα» που έμελλε να αποτελέσει την «παρέα του Χαλανδρίου» στάθηκε το προδικτατορικό περιοδικό Μαρτυρίες (1962-1966).

Από το πρώτο τους κιόλας τεύχος, και σε παράλληλη διαδρομή με τις συγγενείς εκδόσεις Έρασμος, οι Σημειώσεις μετρούν μέχρι σήμερα 44 χρόνια συνεχούς παρουσίας στα εκδοτικά δρώμενα της χώρας μας.

Στις 27 και 28 Οκτωβρίου 2017, οργανώνουμε στη Θεσσαλονίκη ένα διήμερο για τη διαδρομή αυτή: για το περιοδικό και για να τιμήσουμε τους ανθρώπους που το έφτιαξαν και το κράτησαν όρθιο, με κόπο και σπάνια σεμνότητα. Τίτλος του διημέρου: «Το περιοδικό Σημειώσεις: άνθρωποι, πολιτικές και θεωρίες».

Στις συζητήσεις των δύο αυτών ημερών θα συμμετάσχουν οι βασικοί συντελεστές του περιοδικού, καθώς και φίλοι/ες του, για τους οποίους οι Σημειώσεις αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς.

Σκοπός της εκδήλωσης είναι η αποτίμηση μιας διαδρομής –εκδοτικής, λογοτεχνικής, φιλοσοφικής και πολιτικής-- περίπου μισού αιώνα. Το διήμερο, έτσι, θα ασχοληθεί με τις εκδοτικές «προκείμενες» του περιοδικού, τα πρόδρομα δηλαδή έντυπα, τη σχέση των Σημειώσεων με την κριτική θεωρία, τον «κανόνα» που συγκρότησαν όσον αφορά τη λογοτεχνική κριτική, αλλά και την τοποθέτηση του περιοδικού σε κρίσιμα πολιτικά διακυβεύματα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Μέρος της διήμερης συζήτησης είναι αφιερωμένο στις ιδιαίτερες συμβολές των πρωτεργατών του – στην πολιτική θεωρία και τη φιλοσοφία, την πολιτισμική κριτική, την ιστορία, την ποίηση και την ψυχανάλυση.

Για δύο μέρες, λοιπόν, θα συζητήσουμε τη θέση των Σημειώσεων στη γραμμή του «εξεγερτικού/επαναστατικού ρομαντισμού», την κριτική τους στην πρώτη Μεταπολίτευση, την «επίθεση» στη γενιά του '30 και το αίτημα για «ελληνικότητα», τη συμμετρική κριτική στον λαϊκιστικό αντιδυτικισμό και τον φιλελεύθερο «αντιλαϊκισμό» και αντιολοκληρωτισμό, την εισαγωγή της λακανικής ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Και την πάντα αβέβαιη ισορροπία μιας παρέμβασης μεταξύ απαισιοδοξίας της γνώσης και αισιοδοξίας της βούλησης, διανοητικής αυτονομίας και πολιτικής στράτευσης, παρα-μυθίας και κριτικού ορθολογισμού.

                                                 ***


Στην εκδήλωση, που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλούν (αλφαβητικά):
Βασίλης Αλεξίου, Βιβή Αντωνογιάννη, Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γούσης, Κώστας Δεσποινιάδης, Νίκος Κατσιαούνης, Αλέξανδρος Κιουπκιολής,  Χαράλαμπος Κουρουνδής, Δημήτρης Κόρος, Δημήτρης Κοσμίδης, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Χρίστος Μάης, Γιώργος Μερτίκας, Μάρκος Μέσκος, Σάββας Μιχαήλ, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Σταυρούλα Πουλημένη, Στέφανος Ροζάνης, Γιάννης Σταυρακάκης.

                                                  ***
 

Την πρωτοβουλία για τη διήμερη εκδήλωση πήραν οι «Φίλοι των Σημειώσεων», μια ομάδα νεότερων αναγνωστών του περιοδικού (αλφαβητικά):
Μάριος Εμμανουηλίδης, Νίκος Κατσιαούνης, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Χρίστος Μάης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.

Αναδημοσίευση από: https://simeioseis2017.wordpress.com/ 
(όπου και το αναλυτικό πρόγραμμα του διημέρου).

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Στον κύκλο των χαμένων ποιητών



Από την ταινία Dead Poets Society (σκηνοθεσία Peter Weir, σενάριο Tom Shulman), 1989.
     
    O Captain! My Captain! our fearful trip is done;
    The ship has weather'd every rack, the prize we sought is won;
    The port is near, the bells I hear, the people all exulting,
    While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring:

        But O heart! heart! heart!

            O the bleeding drops of red,

                Where on the deck my Captain lies,

                    Fallen cold and dead.

    O Captain! My Captain! rise up and hear the bells;
    Rise up—for you the flag is flung—for you the bugle trills;
    For you bouquets and ribbon'd wreaths—for you the shores a-crowding;
    For you they call, the swaying mass, their eager faces turning;

        Here captain! dear father!

            This arm beneath your head;

                It is some dream that on the deck,

                    You've fallen cold and dead.

    My Captain does not answer, his lips are pale and still;
    My father does not feel my arm, he has no pulse nor will;
    The ship is anchor'd safe and sound, its voyage closed and done;
    From fearful trip, the victor ship, comes in with object won;

        Exult, O shores, and ring, O bells!

            But I, with mournful tread,

                Walk the deck my captain lies,

                    Fallen cold and dead.


Walt Whitman (1819-1892), “O Captain! My Captain!” (1865),
Leaves of Grass, 1855-1892.

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Ποίηση είναι


To see the Summer Sky
Is Poetry, though never in a Book it lie —
True Poems flee —


Emily Elizabeth Dickinson, # 1472 / 1491, c. 1879.

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Επίλογος ΙΙ



                                       Στο Κολιμπρί της Φλαμουριάς

Το `ξερες φίλε
βιαστικός ο Απρίλης
κόκκινες μέρες ακολουθούν·
στον ουρανό ψηλά η Ελευθερία και οι κραυγές
των ταπεινών κουρνιασμένες στα δέντρα – νοσταλγικό
χελιδόνι φέρνει το μήνυμα κεράσια σκουλαρίκια
ωραίοι άνθρωποι που στο νερό δροσίζουν
τη γλώσσα τους κατάκορφα της ψυχής.

   Μαυρίζει πάλι ο καιρός
   είναι καιρός

   πάρε ψυχή μου τον δρόμο της ανηφόρας από την αρχή
   εκεί θάλασσα λευκή ανθηρό κουράγιο
   στα πρώτα σκαλιά κεράσια λάμπουν και γελούν εκεί

   πάρε τον δρόμο όσον κρατάει ακόμα
   η στερνή βουή στο στήθος.

Τέλος του Ιούνη όλα τα κουρσεμένα κλαριά
στο κίτρινο θέρος αλληλέγγυα υπάρχουν
άνθη τελειωμένα και φύλλα σιωπηλά σαν
όνειρα της επόμενης χρονιάς – ποιον
θ’ αγκαλιάσουν γνωρίζεις;

   Κατεβαίνεις αποχαιρετώντας τον Κόσμο
   καθώς γυρίζουν οι αιώνες πίσω.

   Λοιπόν φίλε
   χαιρέτησε τη Σελήνη
   το φεγγάρι που ενώνει τον Κόσμο ησυχάζοντάς τον.


Μάρκος Μέσκος, «Επίλογος ΙΙ», Άλφα Βήτα: Ποιήματα, εκδόσεις Κίχλη, 2015.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Ακρογιάλι


Αφάνταστα δύσκολο ο ποιητής να γίνει Ποίημα
ψαράς να γίνει μαγεύοντας τη θάλασσα υπό
το σεληνόφως την αυγή την ησυχία του καμάτου
με τη μοναδική του βάρκα
σε κάποιο ακρογιάλι του Κόσμου.

Μάρκος Μέσκος, «Ακρογιάλι», Άλφα Βήτα: Ποιήματα, εκδόσεις Κίχλη, 2015.

Η βάρκα


Μάρκος Μέσκος

Άδεια βάρκα (σύξυλη) που ξεβράζει το κύμα
στην έρημη ακτή· σύννεφα μαύρα στον ορίζοντα
ξαφνική βροχή πέτρινο δρολάπι –

   δίχως τον Έρωτα γρήγορα περνάει η Ζωή·
   πρωινό αεράκι και ασπασμός και μουσκεμένα
   μαντίλια στην αποβάθρα κρυφός αναστεναγμός
   μια νότα πουλιού κρυμμένη
   στα φύλλα.

Πώς ηρεμεί το πάθος του φωτός τώρα
   πες μου εσύ
   κοντινέ μου φίλε!

Μάρκος Μέσκος, «Η βάρκα», Άλφα Βήτα: Ποιήματα, εκδόσεις Κίχλη, 2015.

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Άνθρωποι



                                  ... και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα
                                                         ούτε επιστροφή, να πιάσουμε.

Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη
μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,
ακούσαμε τον ήλιο να βουίζει σ' άδεια λατομεία,
όπου η βροχή τής χτεσινής μας νιότης λιμνασμένη

λασπώνει τη ματιά με τα νεκρά φτερά των σπουργιτιών.
Σκύψαμε πάνω από γκρεμούς ν' αφουγκραστούμε
τον πόνο μας και πάνω από ρυάκια για να δούμε
τα μάτια σου στα μάτια μας – κλειδί των φεγγαριών.

Τη νύχτα αναζητήσαμε – κι αυτή μας πλημμυρά,
ποθήσαμε τη σιωπή – μα ήρθε η απουσία,
τα γιασεμιά αγαπήσαμε – κι εκείνα τη χαρά
και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία:

Είμαστε απλοί, ανεπίστρεπτοι και σύντομοι διαβάτες,
δε μας πλανεύει τ' όνειρο ενός εξαίσιου τέλους,
τα ωραία κορίτσια ερωτευτήκαμε – κι εκείνα τους αγγέλους,
χαμογελάσαμε στην άνοιξη – κι εκείνη στα παιδιά της.

Κλάψαμε για ό,τι χάσαμε· ήμασταν άνθρωποι πολύ,
άνθρωποι ως την τελευταία αιμόπτυση της δύσης,
άνθρωποι να προσμένουμε στο μώλο, που δε θα γυρίσεις,
άνθρωποι να ποθούμε αυτό, που ξέμαθε να μας ποθεί.


Βύρων Λεοντάρης, «Άνθρωποι», Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976),
Αθήνα, εκδόσεις Ύψιλον, 22006.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Παράξενη πρωτομαγιά


Νίκος Γκάτσος - Μάνος Χατζιδάκις
Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»
τι να την κάνεις πια την περηφάνια

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές

Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να τη σβήσει


Νίκος Γκάτσος, "Παράξενη πρωτομαγιά", από τον κύκλο τραγουδιών
Αθανασία, σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, 1976.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες



Ιδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.

Μετεφέρθης άρον άρον στην εντατική
εγκατάλειψή σου.
Θεράποντες ήχοι σημάντρων
μετράνε κάθε τόσο τον σφυγμό σου
ο θεϊκός αδύναμος και ο απτός σκιαγμένος
ντααααααν α ν α ν νταντόν οόν οόν

Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν τ' ακανθώδη έθιμα
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
η νηστεία ο Μπαχ τα βαρελότα και η μέθοδος
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.

Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο

σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.

Δε μ' άκουσες.
Αφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο άρωμά σου
για να κάνεις τεστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι

όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
όπως περιγράφτηκαν από στόμα σε στόμα
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.

Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Εν συντριβή περιστρέφω τη σούβλα
αδημονώντας σε αμνέ μας.


Κική Δημουλά, «Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες»,
Ενός λεπτού μαζί, εκδόσεις Ίκαρος, 1998.