Διονύσης Καψάλης (1952-) |
[…]
Το ξέρω πως ενήμεροι
τελείτε
κι ενήμερους μας παίρνετε,
πατέρες,
εκεί που αορίστως
κατοικείτε,
ψηλά, στους πεισιθάνατους
αιθέρες,
μηχανικοί μιας δόξας που
αιωρείται·
προσφάτως, με τον άρρωστό
μου γύπα,
σας έστειλα τραγούδια που
δεν είπα.
Και φάνηκε στον ύπνο μου
φερμένος
απ’ το βορρά, συνένοχος
στο φως μου,
ο Βιζυηνός, αλλόκοτα
ντυμένος,
προσφύγων συμπολίτης και
του κόσμου
αντίδικος στη δόξα και το
μένος,
μετρώντας, όπως τό ’θελεν
ή τύχη,
μια τσακισμένη τέχνη με
την πήχη.
Μου φάνηκε, σε μια στιγμή
φενάκης,
την ώρα που προσεύχονταν
οι κήποι,
πως κατοικούσαν στις
σιωπές της Θράκης
συνέταιροι στο θάμβος και
τη λύπη,
ο Σολωμός κι ο Κώστας
Καρυωτάκης,
κι ανέβαινε στο φως
κατακορύφως
σαν σκαλωσιά της τέχνης
τους το ύφος.
Μικρύνατε στον κόσμο μας,
πατέρες,
σαν πλάσματα νωχελικά μιας
νήσου
που πλέει στους απόμακρους
αιθέρες
πλησίστια με ναύλο
παραδείσου·
στον ύπνο μας λικνίζονται
γαλέρες,
που φέρνουν επιστρέφοντας
στο μέλλον
μια νόσο από τα μέρη των
αγγέλων.
Στηρίχτηκε η κλίμακα στη
γη μου
μα πέρασε τα σύννεφα κι
εχάθη·
κι ανέβαινε τις σκάλες της
πνοής μου
ο αγώνας των αγγέλων, που
απ’ τα βάθη
μετέφεραν τη φλόγα της
ζωής μου·
κι έπεφτε αργά σαν στάχτη
η βασιλεία
των ουρανών στην άδεια
πολιτεία,
και σκέπασε τις μέρες μου
σαν φάσμα
η λύπη σας, πατέρες, κι
η σοφία,
μα κράτησα για μια στιγμή
στο χάσμα
του κόσμου που αποσύρθηκε
μέ βία
μια δόξα που λαμπάδιασε
σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με
μαζί σου
στο φως του τεχνητού σου
παραδείσου.
Διονύσης Καψάλης, Υπό κλίμακα, εκδ. Άγρα, 1991.