ΧΟΡΟΣ:
Μπρος!
Με μυαλά τετρακόσα, φιλόσοφη δράση,
άξια
μας δείξου προστάτισσα
των
γυναικών που αγαπάς.
Σώσε
μαζί και τους άντρες.
Μ᾽ όσα γεννάει το μυαλό σου ευρήματα
λάμπρυνε
την πόλη ολάκερη,
δώσε
της χίλια καλά και ζωή χαρισάμενη.
Πάντα
προχώρα
μ᾽ έργα πρωτόφαντα ως τώρα,
τέτοια,
που μήτε γενήκανε μήτε ειπωθήκανε.
Ξέρεις,
σιχαίνεται πάντα ο λαός τα γνωστά μαθημένα.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ:
Μην
αργείς, αλλ᾽ αμέσως να μπεις στο προκείμενο,
γιατ᾽ αρέσει πολύ στο κοινό η συντομία.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ:
Το
πιστεύω που εγώ θα τα πω γνωστικά,
μα
φοβάμαι αν δεχτούν οι θεατές τα καινούργια,
κολλημένοι
σφιχτά στα παλιά μαθημένα.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ:
Μη σε
νοιάζει γι᾽ αυτό. Νεωτερίζουμε πάντα:
τα παλιά
να κλοτσάμε, τ᾽ αγιάτρευτο σύστημα.
ΠΡ. (στους θεατές):
Μη
λοιπόν αντισκόβει κανείς κι αντιλέγει
πριν
ακούσει και νιώσει τις γνώμες του ρήτορα.
Όλα
θα ᾽ναι κοινά κι όλοι θα ᾽χουνε σ᾽ όλα
μερτικό
για να ζουν, δε θα υπάρχουνε πια
νηστικοί
και χορτάτοι. Μήτε ο ένας πολλά
θα ᾽χει στρέμματα γης κι ο φτωχός μηδέ τάφο·
μήτε
αυτός σκλάβους πλήθος κι εκείνος κανέναν.
Θα ᾽χουν όλ᾽ οι πολίτες τα πάντα ίδια κι όμοια.
ΒΛ. Πώς μπορούν ίδια κι όμοια;
ΠΡ. Θαρρώ θες να τρως τα
κουράδια μονάχος.
ΒΛ. Κοινά τα κουράδια;
ΠΡ. Όχι δα! Πολυβιάζεσαι να μ᾽ αντισκόβεις.
Να
λοιπόν τι θα κάνω: τη γης θα την έχουμε
μαζική
και τα χρήματα κι όλα τα πάντα.
Κι απ᾽ αυτά τα κοινά θα σας τρέφουμ᾽ εμείς,
οι
γυναίκες, με πρόβλεψη και οικονομία.
ΒΛ. Τα χωράφια δεν κρύβονται. Τα
μετρητά,
δαρεικούς
και δραχμές, αφανέρωτον πλούτο,
πώς
μπορείς να τα πάρεις;
ΠΡ. Που τα ᾽χουν, μονάχοι θα τα φέρουν.
ΒΛ. Αμ, δε! Θα τα κρύψουνε!
ΠΡ. Τότες, αγωγή ψευδορκίας!
ΒΛ. Μην ξεχνάς, όλοι τούτοι με
τον ψεύτικον όρκο πλουτίζουνε.
ΠΡ. Τώρα θα ᾽ναι ο πλούτος αχρείαστος.
ΒΛ. Απίστευτο πράμα!
ΠΡ. Μα δε θα ᾽ναι κανένας φτωχός. Θα ᾽χουν όλοι
κρέας,
ψωμί και κρασί, χυλοπίτες, ρεβίθια,
πατατούκα,
στεφάνια. Τί πιότερο θα ᾽χουν
όσοι
κρύψουν το «έχει» τους; Πες μου το συ!
ΒΛ. Όσοι τα ᾽χουν πολλά, τούτοι θέλουν να κλέβουν.
ΠΡ. Είναι αλήθεια. Μα πριν, τους
βοηθούσε πολύ
το
παλιό μας το σύστημα. Τώρα, θα ζούμε
μαζικά
κι όλα θα ᾽ναι κοινά. Τί θα κέρδιζε
ο
σφιχτός που θα τα ᾽κρυβε; […]
Αριστοφάνης,
Εκκλησιάζουσαι (περ. 392 π.Χ.), στίχοι 571-610.
Μετάφραση: Κώστας Βάρναλης, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1970.