Η ελευθερία, συνυφασμένη με την επανάσταση, αλλά και η υψηλή τέχνη του λόγου, ήταν οι δύο κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους κινήθηκε ο βίος, το έργο και ο ψυχισμός του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857). Από την ομάδα των νεανικών έργων του που συνδέονται με τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, ξεχωρίζει ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1823), που θα κάνει τον δημιουργό του ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη – και μεταθανάτια θα του δώσει τον τίτλο του εθνικού ποιητή. Είναι το εκτενέστερο μέχρι τότε ποίημά του και το πρώτο ελληνόγλωσσο που θα τυπωθεί. Ο ποιητής του Ύμνου απευθύνεται τόσο στους Έλληνες όσο και στους Ευρωπαίους. Αναλαμβάνει να προβάλει την ιδεολογία της επανάστασης και του δίκαιου αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία, να υμνήσει τα πολεμικά κατορθώματα ενθαρρύνοντας τους επαναστατημένους, και συγχρόνως, να επισημάνει συμπεριφορές που απειλούν άμεσα την επανάσταση, όπως η ιδιοτέλεια και η υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων (που συνασπίστηκαν από το 1815 στην «Ιερά Συμμαχία»), αλλά και η διχόνοια των Ελλήνων.
Τον Μάη του 1823, η επανάσταση έχει ήδη εδραιωθεί στη νότια Ελλάδα, ενώ η εμφύλια σύγκρουση είναι προ των πυλών. Στη Ζάκυνθο, ο εικοσιπεντάχρονος Σολωμός, μυημένος από το 1819 στη Φιλική Εταιρεία, αποφασίζει να πολεμήσει με τον τρόπο που γνωρίζει καλύτερα: με την ποιητική του τέχνη. Μέσα στον ίδιο μήνα, ολοκληρώνει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», που διαδίδεται χέρι με χέρι, στόμα με στόμα, σαν άλλος Θούριος. 1 Την επόμενη διετία (1824-’25), εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα οι πρώτες μεταφράσεις του ποιήματος, στα Γαλλικά, τα Αγγλικά και τα Ιταλικά, χαρίζοντας διεθνή φήμη στον Σολωμό και ενισχύοντας το φιλελληνικό ρεύμα. Το 1825, ο ήδη δημοφιλής Ύμνος, δημοσιεύεται στην εφημερίδα του Ιάκωβου Μάγερ, «Ελληνικά Χρονικά», στο Μεσολόγγι. Στις 21 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, δημοσιεύεται και η πρώτη κριτική του Ύμνου, από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» που εκδιδόταν στο Ναύπλιο. Οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος έμελλε ν’ αποτελέσουν πολύ αργότερα τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας (από το 1865), όπως και της Κύπρου (από το 1966), μελοποιημένες από τον Κερκυραίο μουσουργό και φίλο του ποιητή Νικόλαο Μάντζαρο. 2
Από ιστορικοφιλολογική άποψη, ο Σολωμός, πέρα από εθνικός ποιητής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «γενάρχης» της νεότερης ελληνικής ποίησης και κορυφαίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής – με αφομοιωμένες επιδράσεις από τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα του Ρομαντισμού και του Νεοκλασικισμού, καθώς και από τον γερμανικό Ιδεαλισμό. Το έργο του εντάσσεται επίσης στο πνευματικό κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που αναπτύχθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα χρόνια του Αγώνα για ανεξαρτησία (1750-1830).
Η προμετωπίδα του Ύμνου:
Πάω τη λευτεριά υμνώντας, που `ναι τόσο γλυκιά
στον που για χάρη της πεθαίνει.
(Ελεύθερη μετάφραση του ιταλικού πρωτότυπου
που χρησιμοποίησε ο Σολωμός).
Πρόκειται για ελαφρά παραλλαγμένο δίστιχο από το δεύτερο μέρος («Καθαρτήριο») της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη (1265-1361). Με τη φράση «η Ελλάδα περιμένει τον Δάντη της», ο λόγιος, ιστορικός της ελληνικής επανάστασης και πολιτικός, Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873, πατέρας του Χαρίλαου Τρικούπη), είχε προτρέψει τον Σολωμό να γράφει ποίηση στην ελληνική γλώσσα – και όχι στην ιταλική, όπως συνήθιζε μέχρι τότε. Η συνάντηση με τον νεαρό ποιητή έγινε στα τέλη του 1822, όταν ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, καλεσμένος από τον Άγγλο φιλέλληνα και ελληνιστή Frederick North (1766-1827), κόμη του Guilford, μετέπειτα ιδρυτή (1824) της «Ιονίου Ακαδημίας» της Κέρκυρας.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ (στροφές 1-16)
Ο ποιητής (ανα)γνωρίζει και χαιρετίζει την οραματική θεά-μούσα του, την προσωποποιημένη Ελευθερία/Επανάσταση/Ελλάδα. Η θεά παρουσιάζεται ολοζώντανη, «με την ακονισμένη ρομφαία και με το μάτι οπού με βία μετράει τη γη», όπως γράφει στα Προλεγόμενά του (1859) ο πρώτος εκδότης των Απάντων του Σολωμού, Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896). Στη συνέχεια, συνοψίζονται με ελεγειακό ύφος τα δεινά της δουλείας, οι ταπεινώσεις και οι μάταιες προσπάθειες για ξένη βοήθεια, η υποκριτική και αδιάφορη αντιμετώπιση από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, έως την οριστική απόφαση των υπόδουλων αγωνιστών: «Ή τη νίκη ή τη θανή» (στροφή 15η) – ελευθερία ή θάνατος.
ΔΙΗΓΗΣΗ (στροφές 17-138)
Ύστερα από μια σύντομη παρουσίαση της απήχησης που είχε η ελληνική επανάσταση στον υπόλοιπο κόσμο (αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, 3 Αμερική, Ισπανία, Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία με τις ιταλικές κτήσεις της), 4 ο ποιητής μάς προετοιμάζει με δυο διεξοδικές ομηρικού τύπου παρομοιώσεις της ελευθερίας (βράχος, θηρίο) για τη σκληρότητα και τη θηριωδία του πολέμου που θα ακολουθήσει: Άλωση της Τριπολιτσάς (21-23/9/1821), μάχη της Κορίνθου και συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26-28/7/1822), πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25/10-25/12/1822) και καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο ποταμό (28/1/1823). Παρεμβάλλονται εξαίσια λυρικά μέρη, ως αντιστάθμισμα στα επικά γεγονότα των μαχών, όπως: ο χορός των κοριτσιών (αισιόδοξη «απάντηση» του Σολωμού σ’ ένα ποιητικό απόσπασμα του Λόρδου Βύρωνα), 5 η συνάντηση και σύζευξη της Ελευθερίας με την επίσης προσωποποιημένη Θρησκεία, η βιβλική σκηνή με τον Μωυσή (έμμεση επίκληση στην προφητική ιδιότητα του ποιητή), με τον λαό και τις κόρες να τραγουδούν θριαμβικά. Η παρομοίωση της Ελευθερίας με τη θάλασσα (στρ. 124-126) μας εισάγει με τον ποιητικότερο τρόπο στο πρώτο μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα από την έναρξη της Επανάστασης, την πυρπόληση δύο τουρκικών πολεμικών πλοίων κοντά στην Τένεδο (29/10/1822), γεγονός που συνδέεται έντεχνα (στρ. 132) με την οδυνηρή ανάμνηση του απαγχονισμού του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και της ρίψης της σορού του στον Κεράτιο Κόλπο (10/4/1821) – μια ευκαιρία για τον ποιητή να θυμίσει στους συμπατριώτες του την κατάρα του πατριάρχη, «εις οποίον δεν πολεμήσει / και ημπορεί να πολεμεί» (στρ. 136-138), ως προτροπή για συμμετοχή στην επανάσταση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (στροφές 139-158)
Στερεοσκοπικά, παρακολουθούμε τώρα τον ποιητή να σωπαίνει σ’ ένα νεύμα της θεάς, ενώ εκείνη απευθύνει δραματική έκκληση προς τους εξεγερμένους. Με έντεχνα διδακτικό τόνο, που θυμίζει τις παραινέσεις του Κοραή 6 και άλλων εκπροσώπων του Διαφωτισμού, τους καλεί να αφήσουν κατά μέρος τη διχόνοια, η οποία πηγάζει από τη δίψα για εξουσία και αποτελεί τη μοναδική αιτία διασυρμού και αποτυχίας της Επανάστασης: «Εάν μισούνται ανάμεσό τους / δεν τους πρέπει ελευθεριά» (στρ. 147). Η θεά ορκίζει τους Έλληνες να συναδελφωθούν, υψώνει τον Σταυρό ως διαχρονικό σύμβολο, όχι μόνο της Θρησκείας, αλλά και της Επανάστασης και της Ελευθερίας και της Ελλάδας, και τελικά, στρέφεται προς τους Ευρωπαίους ηγέτες για να τους υποβάλει ένα αμείλικτο ερώτημα (στρ. 157). Ο Ύμνος θα κλείσει με αυτή τη γενναία αντιπαράθεση προς την υποκριτική και υστερόβουλη πολιτική της Δύσης. Δια στόματος της θεάς, τον τελευταίο λόγο θα έχουν οι ίδιοι οι επαναστατημένοι Έλληνες, που θαρραλέα (και ειρωνικά συνάμα) υψώνουν τη φωνή τους μπροστά στους βασιλιάδες της Ευρώπης (στρ. 151-158).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
- Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», Βιέννη, 1797. Το έργο περιείχε: επαναστατική προκήρυξη, διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (35 άρθρα), το κυρίως σύνταγμα (124 άρθρα) και τον «Θούριο» του Ρήγα (126 στίχοι).
- Η μελοποίηση του Ύμνου: Το 1828-1830 ο Κερκυραίος συνθέτης Νικόλαος Χαλ(ι)κιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872), μελοποίησε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν για τετράφωνη ανδρική χορωδία, χρησιμοποιώντας λαϊκά μουσικά θέματα. Το 1844 μελοποίησε ξανά το ποίημα και το υπέβαλε στον βασιλιά Όθωνα προτείνοντας να καθιερωθεί ως εθνικός ύμνος. (Επί Όθωνα, εθνικός ύμνος της Ελλάδας ήταν ο βαυαρικός). Παρά τα εγκώμια και τις τιμητικές διακρίσεις τόσο στον Μάντζαρο όσο και στον Σολωμό, το έργο έγινε αποδεκτό ως θούριος, μα όχι ως εθνικός ύμνος. Το 1861 ο υπουργός Στρατιωτικών της χώρας ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει ένα εμβατήριο βασισμένο στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Ο συνθέτης εκπόνησε μια ακόμα εκδοχή του έργου του (συνολικά υπέγραψε έξι διαφορετικές εκδοχές!), στον τρίσημο ρυθμό του εμβατηρίου. Μετά την έξωση του Όθωνα (1862), ο Δανός νέος βασιλιάς, Γεώργιος Α΄, ενθουσιάστηκε ακούγοντας την εκδοχή αυτή από την ορχήστρα πνευστών της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας, σε μια επίσκεψή του στο νησί το 1865. Έτσι, με βασιλικό διάταγμα της 4ης Αυγούστου 1865 (ένα χρόνο μετά την οριστική ενσωμάτωση της Επτανήσου στο ελληνικό κράτος), η μελοποίηση αυτή καθιερώθηκε ως το «επίσημον εθνικόν άσμα» της χώρας. Ο εθνικός μας ύμνος περιλαμβάνει τις είκοσι τέσσερεις πρώτες στροφές του ποιήματος του Σολωμού, αλλά μόνο οι δύο πρώτες είθισται να ερμηνεύονται στις δημόσιες τελετές.
- Η Αγγλοκρατία στα Επτάνησα εγκαινιάστηκε το φθινόπωρο του 1809 και συνεχίστηκε ως τις 21/5/1864. Στις 5/11/1815 υπογράφηκε στο Παρίσι συνθήκη, με την οποία τα Επτάνησα αναγνωρίζονταν ως «ενιαίο κράτος, ελεύθερο και ανεξάρτητο», με την επωνυμία «Ηνωμέναι Πολιτείαι των Ιονίων Νήσων», «υπό την προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας». Στο διάστημα από 17/2/1816 έως 24/1/1824 τα Επτάνησα διοικούσε ο αυταρχικός Άγγλος αρμοστής Thomas Maitland, φανατικός πολέμιος της ελληνικής επανάστασης. Όσοι Επτανήσιοι τολμούσαν να λάβουν μέρος σε αυτήν, αντιμετώπιζαν σκληρούς διωγμούς, εξορίες και δήμευση των περιουσιών τους.
- Η Αυστρία είχε προσαρτήσει τότε ένα τμήμα της βόρειας Ιταλίας (Λομβαρδία, Βενετία). Με καγκελάριο τον διαβόητο Κλέμενς Μέτερνιχ (1773-1859), συμμετείχε από τον Νοέμβριο του 1815 (μαζί με τη Ρωσία και την Πρωσία) στην «Ιερά Συμμαχία», η οποία στρεφόταν εναντίον όλων των επαναστατικών κινημάτων της εποχής, προασπίζοντας την «αρχή της νομιμότητος» των απολυταρχικών καθεστώτων. Παρά την αντιδραστική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, στο διάστημα 1820-1848 εκδηλώθηκαν πολλές αιματηρές εξεγέρσεις στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική – ανάμεσά τους και η ελληνική επανάσταση, το πρώτο ευρωπαϊκό εθνικό κίνημα του 19ου αιώνα που πέτυχε την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους.
- George Noel Gordon, Lord Byron (1788-1824), “Don Juan”, Canto 3, 1818-1820. Ο Σολωμός «απαντά» στον βυρωνικό ύμνο (14 εξάστιχες στροφές) με τίτλο «Τα νησιά της Ελλάδας», εμβόλιμο μεταξύ δύο στροφών της τρίτης ωδής του σατιρικού έπους «Δον Ζουάν». Ο Άγγλος ποιητής είχε εμπνευστεί τον ύμνο αυτό στη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα, το 1809, όταν επισκέφθηκε το Σούνιο. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στην επανάσταση (από τις 3/8/1823 έως τον θάνατό του στο Μεσολόγγι στις 19/4/1824). Ο Μπάιρον πέθανε λίγες μέρες πριν φτάσει το χειρόγραφο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» στο Μεσολόγγι, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε. Μόλις έμαθε τον θάνατο του ομοτέχνου του, ο Σολωμός έγραψε το λυρικό ποίημα «Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον». Όχι άδικα, ο Γκαίτε (1749-1832) θα ονόμαζε αργότερα τον Σολωμό «Βύρωνα της Ανατολής». Βλ. σχετικά και την 6η σημείωση του Σολωμού στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν:«O λορδ Mπάιρον εις την τρίτην ωδήν του Don Juan παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα, οπού απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει εμπρός του ένα κρασοπότηρον, και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια: “…οι γυναίκες μας χορεύουν αποκάτου από τον ίσκιον, βλέπω τα θέλγητρα των ματιών τους αλλά όταν συλλογίζωμαι ότι θα γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα”. Eπέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος, ολοένα ο ποιητής ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Mπάιρον».
- Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), κορυφαίος εκπρόσωπος (μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή) του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. (Ο Σολωμός, το 1824, τάχθηκε εναντίον των γλωσσικών απόψεων του Κοραή και των αρχαϊστών, στο κείμενό του «Διάλογος»). Στα «Προλεγόμενα» της ελληνικής μετάφρασης (1802) του έργου τού Cesare Beccaria (1738-1794) “Dei delitti e delle pene” (Περί αμαρτημάτων και ποινών), ο Κοραής, απευθυνόμενος στους Επτανήσιους, γράφει: [...] «Με την ομόνοιαν θέλετε δείξει εις όλα τα έθνη ότι έχετε όλοι αληθώς ελληνικάς ευγενείς ψυχάς· η διχόνοια θέλει αποδείξει ότι η συνήθεια των αλλοτρίων δεσμών σάς έκαμεν αναξίους της ελευθερίας». Τόσο του Κοραή όσο και του Σολωμού τα λόγια, αποδείχτηκαν προφητικά για τις εμφύλιες συγκρούσεις που θα ακολουθούσαν. Ο εμφύλιος των επαναστατημένων Ελλήνων ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1823 ως πολιτική διαμάχη, για να εξελιχθεί σε ένοπλη σύγκρουση από τον Μάη του 1824 έως τις αρχές του 1825, αποδυναμώνοντας τον ελληνικό Αγώνα για ανεξαρτησία.