[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Αγρίεψε ο καιρός


 

Άγγελος Αντωνόπουλος (1932-)
Αγρίεψε ο καιρός
κι οι θύελλες μας φέρνουν
φτερά αγγέλων και περιστεριών
και στον επόμενο τόνο
η ώρα είναι μηδέν και ένα λεπτό,
και σκοτώνουνε τον Λόρκα.
Και στον επόμενο τόνο,
η ώρα είναι μηδέν και δύο λεπτά,
και σκοτώνουνε τον Τσε Γκεβάρα
και στον επόμενο τόνο,
η ώρα είναι μηδέν και τρία λεπτά,
και σκοτώνουνε τον Λούθερ Κινγκ.
 
Αγρίεψε ο καιρός.
Και λιώνουν οι πάγοι.
Και ουρλιάζουν οι αρκούδες.
Και καίνε τα δάση.
Και ο Κρόνος ζητάει ταξιδιωτικά έγγραφα.
Ελπίζει ότι κάπου θα βρει
Ένα λόφο που θα ‘χει ακόμη δέντρα και γρασίδι,
να ξαναχτίσει τον θρόνο του.
Ελπίζει ότι θα βρει
ένα ποτάμι με καθαρό νερό,
γιατί έχει χρόνια να λουστεί,
γιατί ο Αλφειός είναι μολυσμένος.
Αγρίεψε ο καιρός.
 
Ακόμη με τη φωτιά του Προμηθέα πορευόμαστε.
Και με τον Ήφαιστο να μαστορεύει
τ’ αλέτρια και τ’ αμόνια και τα δόρατα
και γύρω απ’ τη φωτιά να ζεσταθούμε
και ν’ ακούμε ιστορίες
για σημεία και τέρατα.
 
Άγγελος Αντωνόπουλος, «Αγρίεψε ο καιρός»,
Αφύλακτη διάβαση, εκδόσεις Αιώρα, 2011.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Γράμμα στον νεότερο εαυτό

Γ. Κοτανίδης (5/2/1945-28/1/2020), φωτ. Γ. Βιτσαρόπουλος

«Γιωργάκη, γεια σου! […]
[…]
     Θυμάσαι πόσο εντυπωσιάστηκες όταν είδες τη βιβλιοθήκη του μπαμπά του Βαγενά, τόσο που ονειρεύτηκες να έχεις κι εσύ μια μεγάλη βιβλιοθήκη; Ο Νάσος έγινε σπουδαίος φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και ποιητής. Ήταν και φοβερός μπαλαδόρος, έπαιζε στα τσικό της Δόξας [Δράμας], της ομάδας μας που έπαιζε την καλύτερη μπάλα και της έπαιρναν τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα μέσα από τα χέρια. Τότε ήταν που κατάλαβες ότι δεν κερδίζει ο καλύτερος, αλλά ο πλουσιότερος και ο δυνατότερος. Αυτό δεν άλλαξε ούτε στο ποδόσφαιρο ούτε στη ζωή, κερδίζουν πάντα οι πλούσιοι που γίνονται πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι.
[…]
     Αν έγινα πλούσιος; Όχι, γιατί οι γονείς μας είχαν ένα χούι: δεν μας έλεγαν ποτέ να γίνουμε πλούσιοι, αλλά καλοί άνθρωποι. Αυτό προσπάθησα να ακολουθήσω. Δεν ήθελαν τα παιδιά τους να τα έχουν όλα, αλλά να μην τους λείπει τίποτα από τα απαραίτητα. Όμως, είμαι ευτυχισμένος με τη δουλειά του ηθοποιού, που διάλεξες τότε εσύ για μένα. Έκανα και την ωραία βιβλιοθήκη που ονειρεύτηκες. Αγάπησα τους ποιητές, που μου άνοιξαν τα μάτια. Γράφω και βιβλία, θεατρικά έργα και σενάρια, η ζωή μου είναι δημιουργική, δεν έχω βέβαια τη δική σου αθωότητα, αλλά πάντα κάτι χάνεις όταν αγωνίζεσαι στη ζωή.
[…]
     Αυτό που έμαθα τόσα χρόνια, Γιωργάκη, είναι ότι ο κόσμος είναι άδικος και είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει, αλλά όχι αδύνατον. Το παλεύουμε συνεχώς και, όπως λέει ένας ποιητής, ο Καβάφης, που εσύ δεν πρόλαβες να γνωρίσεις, η ευτυχία βρίσκεται στο ταξίδι!»
 
                                                           Ο μεγάλος εαυτός σου
                                                             Γιώργος Κοτανίδης
 
Γιώργος Κοτανίδης, «Γράμμα στον νεότερο εαυτό μου» (αποσπάσματα), περιοδικό δρόμου Σχεδία, τεύχος 79, Μάρτιος 2020.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Η ψυχανάλυσις των φαντασμάτων

                              …αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών
                              και κύμβαλον αλαλάζον.
                                                            ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ
 
Σα μπαίνει το καράβι της αγάπης, τη νύχτα, μες στο λιμάνι, το υποδέχονται οι μυστηριώδεις μουσικές της ερημιάς. Γύρω, τα νερά γιομίζουν λουλούδια όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, και μιαν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μας περιμένει στην προκυμαία. Είναι έτοιμες, όλες τους, στο πρώτο μας νεύμα, να φορέσουν αμέσως την κόκκινη στολή των βουτηχτάδων. Όχι όμως για να κατεβούν στα βάθη της θάλασσας, αλλά μόνο και μόνο για νάρθουν να μας περιμένουν, ίσως κι ώρες ολόκληρες, ακούραστα, στοργικά, στην είσοδο του υπογείου σιδηροδρόμου. Εμείς, φυσικά, φτάνουμε αναπάντεχα, κουνώντας τα μεγάλα φτερά μας και φωνάζοντας λόγια ασυνάρτητα κι ωραία. Τότες γίνεται απότομα πιο αισθητή η ησυχία του εξοχικού τοπίου, κι έτσι μες στα σκοτάδια, απ’ τα χωράφια, ξεπετιούνται άνθρωποι μαυροντυμένοι, που είναι οι κομήτες, και πιάνα ορθά, με τα λευκά τους πλήκτρα, που είναι τα άστρα. Οι σημαίες κυματίζουν στον άνεμο, σε κανονικά διαστήματα ηχούν τα μυδραλιοβόλα, και τα παιδιά τραγουδούν. Στ’ αυτιά μας ακούμε τα προφητικά ονόματα των γυναικών που θ’ αγαπούσαμε. Επίσης και το όνομα μιας πόλεως: Σινώπη. Εγώ όμως δεν φοβούμαι το θάνατο, γιατί αγαπώ τη ζωή.
 
Νίκος Εγγονόπουλος, «Η ψυχανάλυσις των φαντασμάτων»,
Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939.