Μισόβγαινε
απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί
σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου
μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα
κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που
τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω
σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού τις πλάκες
Ναι.
Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
Και
τί μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που
κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και
το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί το
στέρνο σου
Όμορφο
πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την
αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο
μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε
μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα
κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν
τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση
βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για
λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό
μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ'
ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι
άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια
Κείνα
που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ'
Αδύνατον.
Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από καιρό
ουρανός
Και
μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και
μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε
σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο
άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά
μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ
του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
μ' αποτελείωνε.
Οδυσσέας
Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»,
Τα ελεγεία της Οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος,
1991.