Πού
να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε
ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα
σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω,
πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που
μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα
’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
από
το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν
είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ
νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη
νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να
σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να
σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι
ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που
θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν
κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η
Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά
οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν
είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες
φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου,
μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη
γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω!
πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε,
ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την
άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Κώστας
Βάρναλης, «Οι πόνοι της Παναγιάς» (απόσπασμα, στ. 36-60), Σκλάβοι
Πολιορκημένοι (Μέρος πρώτο: Το Θεϊκό ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος), εκδόσεις
Στοχαστής, 1927.