[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ταξίδι

Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα!
Νά `μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα.

Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει,
μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω,
νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!


Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Τελευταίο ταξίδι», Ελεγεία: πρώτη σειρά, 1927.

Χρόνος

Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Φθορά», Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.


                                     ***

Αιων παις εστι παιζων, πεσσευων· παιδος η βασιληιη
 
Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.), απόσπασμα 52.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Κατευόδιο

Γεώργιος Σουρής (1852-1919)
(από τον Γ. Σουρή, παραμονές Χριστουγέννων του 1884,
με την ευκαιρία των εορταστικών διακοπών της Βουλής) 

ΩΡΑ ΚΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΣ
ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΑΤ’ ΑΥΤΑΣ

Τώρα που ξεκουμπίζεσθε, αγαπητοί πατέρες,
και πάτε στις πατρίδες σας να φάτε και να πιείτε,
μέσα σε τούτες της χαράς και του γλεντιού τις μέρες
και τους καλούς σας εκλογείς για λίγο θυμηθείτε,
που στέκουν θεονήστικοι με ανοικτό το στόμα
και νέο μάννα καρτερούν απ’ τ’ ουρανού το δώμα.

Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
φάτε και πιείτε ξένοιαστοι στα πέντε Βιλαέτια,
φιλήστε τις γυναίκες σας με όλη την καρδιά σας
και ξεροκοκκαλίσετε τα τόσα σας ρουσφέτια.
Ανέφελη τριγύρω σας χαρά να βασιλεύει
και το καλό σας ριζικό για πάντα να δουλεύει.

Και πάλι νομοσχέδια εκάματε καινούργια,
και πάλι μας φουσκώσατε με τόση ρητορεία,
και πάλι μας φορτώσατε με φόρους σα γαϊδούρια,
και πάλι μας αφήνετε μες στου λουτρού τα κρύα.
Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
χαρά σ’ εμάς τους εκλογείς, χαρά στην αφεντιά σας.

Από της Κυβερνήσεως εφεύγατε το κόμμα
και βιαστικοί σιμώνατε κοντά στο Δεληγιάννη,
αλλ’ όταν ένα κόκκαλο σας έριχναν στο στόμα,
γυρίζατε στον κύριο Τρικούπη μάνι-μάνι.
Και σούρτα-φέρτα απ’ εδώ κι εκείθε όλη μέρα,
και μ’ ένα γέλιο μοναχά αλλάζατε παντιέρα.

Και λέγαμε πως άφευκτα το Υπουργείο πέφτει,
πως άρχιζε του Θοδωρή το άστρον ανατέλλον,
κι ο κύριος Θεόδωρος εμπρός εις τον καθρέφτη
συχνάκις εκαμάρωνε ως Κυβερνήτης μέλλων.

Κι όπως ο λύκος χαίρεται μες στην ανεμοζάλη
εβλέπατε τη σύγχυση με μια κρυφή χαρά,
και τότε μόνο σκύβατε ως κάτω το κεφάλι,
οπόταν σας εστράβωνε η λάμψη του παρά.
Πωλούσατε την ψήφο σας αντί του αργυρίου
σαν πρόστυχοι ντελάληδες του Αναβρυτηρίου.

Εν μέσω της εξαφνικής του έθνους καταιγίδος
ετρέχατε να βγάλετε τα τόσα έξοδά σας,
και θέλατε με χρήματα μονάχα της πατρίδος
να πάρετε τις πίτες σας και τα χριστόψωμά σας.
Και ήρθε για την τύχη σας μες στις γιορτές η μπόρα
και βγάλατε τα έξοδα και όλα σας τα δώρα.

Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
κι εκείνος που γεννήθηκε μέσα σ’ αλόγων σταύλο
είθε να είναι πάντοτε και νυν βοήθειά σας,
και να σας βγάλει δωρεάν του ταξιδιού το ναύλο.
Με το καλό ευχόμεθα στα σπίτια σας να πάτε
και πάλι να γυρίσετε τα ρέστα ν’ αποφάτε.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Άμλετ

Η Σάρα Μπερνάρ στον ρόλο του Άμλετ
(φωτογραφία του James Lafayette, περ. 1885-1900).
   Καταστρέφεις τη νύχτα! (Πράξη Α΄, σκηνή 4)
   [...]  
   Το σχήμα του Άμλετ μού φαίνεται λιγότερο ακαθόριστο (ή δεν μπορεί παρά να είναι ακαθόριστο, αλλά με την έννοια που εξηγώ παρακάτω) από ό,τι πιστεύεται γενικά – και έχω επιφυλάξεις αν ο δισταγμός και η αμφιθυμία που το διασπούν μπορούν αναλυτικά να ερμηνευθούν με ψυχολογικούς, ή άλλους συμμετρικούς όρους, όπως έχει πολλές φορές επιχειρηθεί. Ο Άμλετ (έχει κατά κόρον ειπωθεί) μπορεί να είναι ένα έργο πολιτικό ή φιλοσοφικό ή ποιητικό ή όλα μαζί ή τίποτε από αυτά, πλήρες ή ατελές, συγκλονιστικό ή αποτυχημένο – όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε, όπως και να τον μεταχειρισθούμε, να αμελήσουμε αυτήν την ταραγμένη όσο και έντονα αισθητή σχέση του με το απόλυτο, που είπα πριν. Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ να ζεις ή να μη ζεις, που συμπυκνώνει (και θα έλεγα ακυρώνει, αναβάλλει) όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες, πολύ πιο αγωνιώδες – θα το ώριζα πρακτικό – ερώτημα: πώς να ζεις. Ό Άμλετ δεν έχει, δεν θα βρει ποτέ, τρόπο να ζήσει, από την έναρξη ως τη λήξη του δράματος, γιατί καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ακριβώς η δυσαναλογία ή και απουσία της ελιοτικής «συστοιχίας» συνιστά την ίδια τη φυσιογνωμία του. Αναγκασμένος να ζήσει, καταναγκασμένος να πράξει, να περιορισθεί και να ορισθεί, γίνεται παράφορα δύστροπος, εκδικητικός προς όλες τις κατευθύνσεις – δεν εκδικείται τον φόνο του πατέρα του, εκδικείται την μοίρα του να υπάρχει, και να υπάρχει έτσι· εκδικείται την ίδια την ανάγκη να εκδικηθεί. Όλη του η διαδρομή, όλο το φέρσιμό του είναι ένα συνεχές ανοιγοκλείσιμο, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο κενό και στον ανούσιο κόσμο. Έχοντας από πολύ νωρίς συλλάβει ότι το πράττειν κατά κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο πράττεσθαι, εκτινάσσεται και διαλύεται στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, παραιτούμενος εξαρχής από αυτό το τελευταίο. Μια φευγαλέα αίσθηση ευφορίας τον αγγίζει όταν ερωτεύεται την Οφηλία ή όταν συναντά τους ηθοποιούς – αισθάνεται συμπάθεια, σχεδόν τρυφερότητα γι΄αυτούς: κι εκείνοι, όπως κι αυτός, αναπαριστούν και παριστούν, και μάλιστα εκείνοι ασύγκριτα καλλίτερα από αυτόν. Ο ίδιος καταφεύγει συχνά στην τρέλα, σ΄αυτή την δραματική υποκρισία ζωής. Μπορεί ακόμη κανείς να σκεφθεί πως, ως επεισόδιο ζωής, το γεγονός της δολοφονίας του πατέρα του σε τίποτε δεν διαφέρει από την αναπαράστασή του από τους ηθοποιούς.

   Δεν με απασχόλησε ποτέ να είναι ο Άμλετ «σύγχρονος»· με απασχολεί όμως να είναι παρών. Θα ήταν κρίμα, ο οξύς αυτός λόγος του Άμλετ – που  έχεις την αίσθηση ότι, κυριολεκτικά, διαπερνά τον χρόνο, διαπερνά την ίδια του την γλώσσα (αυτήν την αμετάφραστη γοητεία των αγγλικών λέξεων του Σαίξπηρ), διαπερνά σχίζοντας ακόμα και το θεατρικό δρώμενο – να σκορπίζει μέσα στον βόμβο μιας εποχικής, μάλλον, περίτεχνης ομιλίας, παρόλο που έστω και μ΄αυτόν εξακολουθεί πάντα να είναι διαπεραστικός και να υπερισχύει. Όμως ο Άμλετ παρών που εννοώ, θα μιλάει, όπως σήμερα, που ο λόγος έχει γίνει σπάνιος, μπορεί να μιλήσει. Η οποιαδήποτε,  λοιπόν, ελευθερία μου στην απόδοσή του αποσκοπεί στην έκθλιψη της περιστροφής και στην σφιχτή απλότητα της ειδικής εκείνης έμφασης, που ενυπάρχει στον φύσει κραυγαλέο δραματικό λόγο. Κατά τα άλλα, προσπάθησα να συντηρήσω τον παλαιικό ευγενικό λυρισμό του κειμένου. Ακόμα, στην μεταγραφή αυτή, πρέπει να πω, δεν είναι τόσο η εργώδης ανάγνωση του πρωτότυπου, των δύο γαλλικών και των πολλών ελληνικών μεταφράσεων, όσων εγώ γνωρίζω, που καθορίζουν τη μορφή της, όσο τα θραύσματα, οι εικόνες, οι εικαστικές αισθήσεις που κράτησα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, είναι περισσότερο οι Άμλετ που είδα, και είδα πολλούς. Την ψυχολογία της δικής μου συνάντησης μ΄αυτόν τον Δανό – την αποσιωπώ, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ωστόσο, θυμίζοντας αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι που είπα στην αρχή, για τα εξόριστα πλάσματα της λογοτεχνίας – πώς αναγνωρίζονται από μακριά το ένα με το άλλο, θέλω να σημειώσω ότι η φράση του Άμλετ «τίποτα από μένα δεν φαίνεται», είναι η τελεσίδικη φράση που διατρέχει ολόκληρο το «Μυθιστόρημα», ο υπόκωφος μονόλογος του Τ. 

Ιούλιος 1986 – Ιούλιος 1987 – Ιανουάριος 1988
 
Γιώργος Χειμωνάς, «Το πρόσχημα και το σχήμα» (προλογικό σημείωμα στη δική του μετάφραση του «Άμλετ», Κέδρος, 1988) – απόσπασμα: οι τελευταίες παράγραφοι.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Να ζεις

W. Shakespeare (1564?-1616)
ΑΜΛΕΤ:

Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση.
Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει     να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
Ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος
Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο
να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς
Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο;
Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα του σώματος
ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται
ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος     αργείς
Και ζεις. Και η πανωλεθρία διαρκεί ζώντας
από την ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ
Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι


Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο
Να τον αδικεί ο ισχυρός να τον συντρίβει ο επηρμένος
να ερωτεύεται να εκλιπαρεί τον αδιάφορο να ανέχεται
την ύβρι της εξουσίας τη νύστα του νόμου
Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η αξία του η ίδια
τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε
να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής να σέρνεται
να ερημώνει      να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του
αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό που στέκεται εκεί
Εκεί που αρχίζει ο θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη
που σε κανέναν ορίζοντα μακριά κανείς. Ποτέ δεν είδε
Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν      ποτέ
δεν ξαναφάνηκαν στην πύλη. Ο φόβος
ταράζει την θέληση και θέλεις
να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις
να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση
μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε
μια λειτουργία θανάτου      δεν έχει όργανο για το άγνωστο
Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει
η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα
που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες
δεν τα τολμάς. Θρύβουν      χάνονται
Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις


Η Οφηλία
- Νύμφη. Όταν προσεύχεσαι στους θεούς μη με ξεχνάς
Να δέεσαι και για τις αμαρτίες μου
 
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, πρίγκιπας της Δανίας (1600-1601), πράξη Γ΄, σκηνή 1,
μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος, 11988.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Πολυτεχνείο 1973

Γ. Χειμωνάς (1938-2000)
έξι χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ’ έξω ένας στρατός να πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν ν’ αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο  και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στην γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από την γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χαθήκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομμάτια το κάθε κομμάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλιστράν βαθιά και βυθίζονται βαριά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθιά απ’ όλες τις ρίζες κι απ’ όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθιά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε μια κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να δει κι ούτε κι οι μάνες.
Κανείς να μην τολμήσει.
 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο γάμος, Αθήνα, Κέδρος, 1974.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Για την Κική Δημουλά

[…]   Μ’ όλα ταύτα, κι εκεί ήθελα να καταλήξω (μα ίσως και να φταίει η επαγγελματική μου παραμόρφωση, που αυτοδιαφημίζεται σαν θεραπευτική αποτελεσματικότητα), τίποτα δεν γίνεται, μ’ όλο το απελπισμένο αναποδογύρισμα της σκηνοθεσίας, τις υστεροβουλίες των παρασκηνίων, μ’ όλη την αφύσικη ανάθεση αλλότριων καθηκόντων στις λέξεις, τίποτα απολύτως δεν γίνεται. Το Χαίρε δεν γίνεται να ακυρώσει το δρομολόγιο του Χάρου, ποτίζοντάς τον κρυφά φωνήεντα, η μνήμη, - δηλαδή η γλώσσα, δεν μπορεί να ξεκλειδώσει την πόρτα του ανεπίστρεπτου, να υλοποιήσει την υπόσχεση του ανέλπιστου, δεν τα παρατάει βέβαια, ρίχνει και ξαναρίχνει το παραγάδι της, μα ποτέ δεν ψαρεύει ανάσταση, ενώ καθημερινά ψαρεύει «χαρογραφία». Σ’ αυτό το είδος της ψαριάς, άλλωστε, ίσως να ήταν πιο πετυχημένος κι ο Άγγελος Σικελιανός, αν και δεν πιστεύω πως ποτέ θα το παραδεχότανε. Τελικά, μνήμη και γλώσσα, παρά τις απεργίες και τις αντιαπεργίες τους, παρά τις υπεκφυγές και τα τσαλίμια τους, τηρούν

κατά γράμμα τους νεκρούς.
 
   Ψέματα είπα. Κάτι ασφαλώς και γίνεται. Κάποια περιουσιακά στοιχεία ξαναβγαίνουνε στο φως (ή μήπως και είμαστε νεόπλουτοι;), καθώς γιατρεύεται σιγά-σιγά εκείνη η ιστορία της πτώχευσης (η ιδιοκτησία, το εμπόριο, έχουνε τη δική τους παθολογία). Σύμφωνα με τις καθημερινές συνήθειες του χαμένου της οδού Σταδίου, που όσο ήταν εν ζωή αγαπούσε να περιηγείται τον πατημένο χρόνο, η Δημουλά βιάζεται να υποστείλει τη σημαία, επισπεύδει κατά τη δύναμή της των ερειπίων την ερείπωση, - θέλω να πω ότι καθαρογράφει τα ερείπια της ζωής της, γκρεμίζοντας στη ζούλα και το τελευταίο ευσυνείδητο κεραμίδι. Μα έτσι αναστηλώνει, για μας τους τζαμπατζήδες του πένθους, τη λειτουργία της ποίησης (δε λέω πως χαίρεται την αναστήλωση), - “το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισ’ άνθη”, κι ας μένει το χάσμα πάντα χάσμα…
 
Έγινε δεκτή η παραίτησή σου
                                            (Δελτίον άμμου)
 
   Ξέρουμε, βέβαια, πως δεν έγινε δεκτή η παραίτησή ΤΟΥ, από τότε που νομίσαμε πως σα ν’ άρχισε να γερνάει στη φωτογραφία του και για όλο τον καιρό της Δημουλά, μόνο που η αδηφάγα ποίηση, που κλείνει ανελέητα τα δικά της πένθη ακόμη κι όταν οι μέρες και τα ρούχα μας συνεχίζουν το πένθος τους ασίγαστα, σκέφτεται τώρα όλο και πιο πολύ τα συμφέροντά της (δεν πρέπει να πιστέψουμε πως κλαίει λιγότερο), μετράει πιο πολύ τα κέρδη της, - κι είναι τα κέρδη πολλά. Και τα κέρδη συνεχίζονται, αυγαταίνουν σχεδόν μόνα τους, λες και η ποίηση είναι ο μέγας εφοπλιστής, ακόμη και τότε που η ποιήτρια, ενοχλημένη από τις επώδυνες ευκαιρίες που άρπαξε η ποίησή της για να ανέβει, γεμάτη τύψεις για την πτήση της, σε ρήξη με τον εαυτό της, εκρήγνυται:
 
Στο διάλο, πα’ να φύγω…
 
   Οι περιστάσεις με έφεραν σε «τελειωτικές» στιγμές κοντά στην Κική Δημουλά (μόλις έπαυε η οδός Σταδίου να είναι πεζόδρομος), και τώρα οι ίδιες περίπου περιστάσεις μας κάνουν να ξανασυναντιόμαστε πάλι σ’ ένα χλωμό διανυκτερεύον φαρμακείο, εγώ υποτίθεται παυσίλυπος, εκείνη περίλυπη, μα, στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά, ανακαλύπτοντας κι οι δυο μας στα ράφια του φαρμακείου το κοινό σθένος της πίκρας,
 
                               την ισότητα των πόνων.
 
   Σκέπτομαι πως η Κική είχε πιο πολύ τα μέσα στην ποίηση, κι εγώ πιο πολύ τα μέσα στ’ αναλγητικά. Μα δεν το `χω σκοπό να εξηγηθώ περισσότερο. Θα σημειώσω μόνο, σ’ αυτή την «αθώα θέση», ξοδεύοντας το δικό μου μερίδιο από την κληρονομιά του Καβάφη (και για κάθε εξοργιστικά σχεδόν ανίατο πόνο) μια κοντινή μου ημερομηνία και μια ξένη κατάθεση. 29.12.88:
 
Μετά από τρία χρόνια
ποιος ζει ποιος ονειρεύεται.
                                            (Εναλλακτικές χρήσεις)
 
   Απολογία: παραδέχομαι πως εκμεταλλεύθηκα τα πάντα για λογαριασμό μου, το έχω ξανακάνει. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να θυμάται πως, ό,τι γράφω εδώ, τα ποιήματα της Δημουλά το λένε τρις καλύτερα.


Από το δοκίμιο του Μάριου Μαρκίδη Είναι και ποτέ. Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα της Κ. Δημουλά, Αθήνα, εκδ. Έρασμος, Μάρτιος 1989.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αγγελίες

Κική Δημουλά (1931-)
Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

Κική Δημουλά, «Αγγελίες» (από την ποιητική συλλογή Ερήμην, Αθήνα, 1958).

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Τάξη




                     Όταν ακούς
                         "τάξη"
              ανθρωπινό κρέας μυρίζει.




Οδυσσέας Ελύτης, Σηματολόγιον, 1974
(εκδόσεις Ύψιλον, 2001).

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Λέων αφρικανικός

Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)

«Σουδάν, 1901»

Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια,
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας,
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας,
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!

Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,
να μη θυμάται…
Απεναντίας!
Η μνήμη του στον τόπο της:
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
οι νύχτες, …τότε, …οι τόσο φωτεινές,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ’ τ’ άστρα,
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα, απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε,
οι βράχοι, που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε,
ο ποταμός, που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός να πέρασε;
πόσος καιρός;..

Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον παγκόσμιο πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες…
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη·
δεμένοι οι μυς στο σώμα του σφιχτά,
κι ωραία πάντα η χαίτη,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη…

Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται·
όχι πως του ‘γινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει,
αλλά μονάχα – από συναίσθηση – περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.

Η Κυριακή, σαν έρχεται, το ξέρει,
από λεπτή διαίσθηση
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια στων κυριών τις αγκαλιές
πόρχουνται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο, ενώ διαρκώς πεθαίνει…

…Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,
να μη θυμάται…

…Ω, νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!

(Κι ω, τύχη του, τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)


Αλέξανδρος Μπάρας (Μενέλαος Αναγνωστόπουλος), "Λέων αφρικανικός"

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Για τον Λόρκα

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)
                              ...una accion vil y disgraciado.

η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών 

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς

Νίκος Εγγονόπουλος, «Nέα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε», Ποιήματα, B΄, Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 1977.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Λέξεις


Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)
                                                                                                     Στον Nάνο Bαλαωρίτη
 
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων - των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων - ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις "Eλελεύ", "Σε αγαπώ", και "Δόξα εν υψίστοις", και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: "Chardon-Lagache", "Denfert-Rochereau", "Danton", "Odeon", "Vauban", και "Gloria, gloria in excelsis".
 
Ανδρέας Εμπειρίκος, "Αι λέξεις", Oκτάνα, εκδόσεις Άγρα, 1980.

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Όνειρα / Όρια

Salvador Dali, Μαλακό ρολόι τη στιγμή της πρώτης έκρηξης, π. 1954



Περί ορίων ο λόγος.
Του χώρου, του χρόνου,
του λόγου. Περί ρευστότητας.
Τα όρια και τα όνειρα.
Τόσοι φθόγγοι κοινοί.
Ένα σύμφωνο διαφέρει.
Η νιοστή δύναμη.
Τα όνειρα κινούν. Τα όρια νικούν;
Πύρρειος νίκη και προσωρινή.
Η Ιστορία των Ανθρώπων είναι μια ιστορία υπέρβασης ορίων.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Vent Vague

Franz von Stuck (1863-1928), Vent Vague (άγνωστη χρονολογία)





(Ίσως να λέει κάτι
και για τη σύγχρονη Ελλάδα,
ετούτη η παλιομοδίτικη αλληγορία
του φον Στουκ).

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Διονυσιακό

   Σε τούτη την αττική μελανόμορφη κύλικα, του περίφημου αθηναίου αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Εξηκία, πλασμένη γύρω στα 540 με 535 π.Χ., ο Διόνυσος πλέει προς τη Νάξο έχοντας μεταμορφώσει σε δελφίνια τους Τυρρηνούς πειρατές (Ετρούσκους ίσως, ή Πελασγούς) που μάταια προσπάθησαν να τον αιχμαλωτίσουν.
   Είναι η αρχαιότερη γνωστή κύλικα «τύπου Α» – νέο σχήμα αγγείου, το οποίο πιθανότατα οφείλεται στον Εξηκία. Το αγγείο βρέθηκε στην ετρουσκική πόλη Vulci (100 χλμ. βόρεια της Ρώμης) και εκτίθεται στο Μόναχο (Staatliche Antikensammlungen).
   Στην εξωτερική του επιφάνεια εικονίζεται σε κάθε όψη από ένα ζεύγος μεγάλων αποτροπαϊκών οφθαλμών – έτσι ονομάζουν οι αρχαιολόγοι τα (συνήθη στις κύλικες τύπου Α) ορθάνοιχτα μάτια, με τις διεσταλμένες κόρες. Μάλλον πρόκειται για εικονογραφική καινοτομία του Εξηκία, η οποία παραπέμπει άμεσα στο διονυσιακό βλέμμα (βλ. και Ευριπίδη Βάκχες, στ. 470: «ὁρῶν ὁρῶντα»), όπως είχε απεικονιστεί από τον Κλειτία το 570-565 π.Χ. στο περίφημο αγγείο François.
   Γύρω από τις λαβές της κύλικας αποδίδονται δυο επικές σκηνές· ενδεχομένως, οι μάχες γύρω από το νεκρό Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.

   (Πρόλαβε άραγε ο Διόνυσος την Αριάδνη ζωντανή; Μήπως οι πειρατές ήταν όργανα του Θησέα, της Αθηνάς ή της Αρτέμιδας; Τι ρόλο έπαιξε η Αίγλη και ο Ώναρος; Κι εκείνο το μοιραίο δέντρο; Τα ερωτήματα μένουν μετέωρα. Γι’ αυτό οι μύθοι είναι σαγηνευτικοί: Κάθε θνητός υιοθετεί την εκδοχή που του ταιριάζει).

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Θύρσος, νάρθηκας, μάραθο

Μαινάδα με θύρσο. Θραύσμα αττικού ερυθρόμορφου
κρατήρα του αγγειογράφου Μάκρωνος, περ. 480 π.Χ.,
Μουσείο Λούβρου.
   Ο διονυσιακός θύρσος και ο προμηθεϊκός νάρθηκας, με όλους τους πιθανούς συμβολισμούς τους, συνυπάρχουν αρμονικά στην αρχαία ελληνική παράδοση.
   Ήδη στην Ιλιάδα (Ζ 134) αναφέρεται ότι αι τιθήναι (τροφοί, συνοδοί) του Διονύσου κρατούσαν τα θύσθλα (σύνεργα της θυσίας, σύμβολα του θεού). Η λέξη προέρχεται από το ρήμα θύω, το οποίο αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ορμή, τη μανία των στοιχείων της φύσης (νερό, αέρας, φωτιά) και αργότερα απέκτησε τη σημασία: καίω, προσφέρω στους θεούς, θυσιάζω.
   Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη συναντάμε αρκετές φορές τη λέξη θύρσος – ίσως πρόκειται για συμφυρμό των λέξεων θύσθλα και πυρσός. Ορισμένοι γλωσσολόγοι τη συνδέουν με τη χεττιτική λέξη tuwarsa (κισσός). Φαίνεται ότι από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο θύρσος είχε καθιερωθεί ως τελετουργικό όργανο και έμβλημα του Διονύσου και των μαινάδων, αλλά και ως φαλλικό σύμβολο. Πρόκειται για ένα ραβδί από νάρθηκα ή μάραθο, μήκους ενός περίπου μέτρου, στολισμένο με κισσό. Στην κορυφή του στερεωνόταν ένα κουκουνάρι ή μια δέσμη φύλλων κισσού ή αμπελιού. Κάποτε ο Βάκχος έκρυβε κάτω από τα φύλλα μια αιχμή, η οποία μετέτρεπε το θύρσο σε επικίνδυνο όπλο, αμυντικό και επιθετικό. (Είναι πολύμορφοι οι θεοί – «πολλαί μορφαί των δαιμονίων»…). 

   Νάρθηκα χρησιμοποίησε ο Προμηθέας ως πυρσό για να μεταφέρει την πολύτιμη προσφορά του στους ανθρώπους. Το σαρκώδες περιεχόμενο των βλαστών του φυτού έχει την ιδιότητα να καίγεται πολύ αργά, διατηρώντας τη φωτιά. Η λέξη νάρθηξ ή νάθρηξ είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τη σανσκριτική nada (καλάμι). Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο του θύρσου, αλλά και για να δηλώσει την ιερή δάδα (πυρσό) που κρατούσαν επίσης οι μαινάδες. Στις αγγειογραφίες απεικονίζονται και τα δύο σύμβολα.
   Σε νάρθηκες (κυλινδρικές θήκες) έκρυβαν οι αρχαίοι πολύτιμα είδη. Σ’ έναν πολυτελή νάρθηκα – περσικό λάφυρο από τη μάχη στην Ισσό – φύλαγε ο Μ. Αλέξανδρος το χειρόγραφο με τις διορθώσεις του Αριστοτέλη στην Ιλιάδα («η εκ του νάρθηκος έκδοσις»). Νάρθηξ λεγόταν επίσης η σωφρονιστική ράβδος των παιδαγωγών(!) και η γνωστή ιατρική επινόηση για ορθοπαιδική χρήση. Νάρθηκας ονομάζεται και ο πρόναος της ορθόδοξης εκκλησίας. 

   Αλλά και το μάραθο, που διατηρεί μέχρι σήμερα την αρχαία ονομασία του (maratuwo στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β΄, μάραθ(ρ)ον ή μάλαθρον στους ιστορικούς χρόνους), πιθανότατα χρησίμευε για την κατασκευή θύρσων, παράλληλα με το νάρθηκα, ανάλογα με τη χλωρίδα κάθε περιοχής. Παρασκευαζόταν μάλιστα και μαραθ(ρ)ίτης οίνος, με άρωμα σαν του γλυκάνισου. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαραθώνας οφείλει το πανάρχαιο όνομά του στα μάραθα που ευδοκιμούσαν εκεί.
   Το μάραθο ή μάραθος (Foeniculum vulgare) και ο νάρθηκας ή άρτηκας (Ferula communis) είναι πολυετή ποώδη φυτά της οικογένειας των σκιαδανθών και μπορούν να φτάσουν έως και τέσσερα μέτρα ύψος. Από τα μέσα Φλεβάρη αρχίζουν να βλασταίνουν και την άνοιξη γεμίζουν με κίτρινα ανθάκια σε πυκνές δεσμίδες. Το μάραθο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους αρχαίους χρόνους, λόγω της χρήσης του στη μαγειρική και στη φαρμακευτική, σε όλο το μεσογειακό χώρο. Σήμερα είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη και σε πολλές περιοχές της Ασίας.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Του Άρη


Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)



Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
               μην ξιππαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.


Άρης Αλεξάνδρου, «Το μαχαίρι», Ευθύτης οδών, 1959.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας;
Ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια.
Ο κόσμος ὑποφέρει καὶ πεινᾷ,
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια.

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας;
Εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα.
Ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μὰ δὲν ταιριάζουνε γιὰ μένα.


Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας»,
Το αιώνιο παράπονο. Ποιήματα και τραγούδια,
Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Διαγώνιος, 1981.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Εγκαταλείπω



Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ᾖρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ·
ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν στὴ ζωή.

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα·
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία·
βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.



Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Εγκαταλείπω την ποίηση» (1956),
από την ποιητική συλλογή Ο αλλήθωρος (1949-1970).