Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931
Ευτυχισμένος που έκανε το
ταξίδι τού Οδυσσέα.*
Ευτυχισμένος αν στο
ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά
μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.
Μιας αγάπης με ακατέλυτο
ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη
μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν
γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν
πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος
κανείς.
Παρακαλώ το θεό να με
συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποιά είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε
τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω
το
μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.
Και παρουσιάζεται μπροστά
μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα
του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο
να ξαναδεί τον καπνό που
βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του ** και το σκυλί
του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.
Στέκεται μεγάλος,
ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα του
γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη
ροζιασμένη από τα σκοινιά και το
δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι,
από την
κάψα κι από τα χιόνια.
Θα ’λεγες πως θέλει να
διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα
που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν
τις ακούσεις
ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό
μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που
δε μας αφήνουν να στοχαστούμε
πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε
μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας·
εκείνος που είπε να γίνει το
ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την
Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να
μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω
κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου
Τροία.
Γιατί μιλά ταπεινά και με
γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους
θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα
δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε
ο αγέρας,
μου λέγανε, στα παιδικά
μου χρόνια, το τραγούδι τού
Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα
στον ύπνο μου ακούγοντας την
αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια
σκαλοπάτια.
Μου λέει το δύσκολο πόνο
να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου
φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου
να
γίνεται τιμόνι.
Και να ’σαι μόνος,
σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος
σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.
Την πίκρα να βλέπεις τους
συντρόφους σου καταποντισμένους
μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν.
Και πόσο παράξενα
αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.
Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια
του που ξέραν να δοκιμάσουν
αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η
γοργόνα
να μου χαρίζουν την
ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.
Γιώργος Σεφέρης, «Πάνω σ’
έναν ξένο στίχο». Το ποίημα γράφτηκε το 1931 στο Λονδίνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Νέα Εστία την 1η
Σεπτεμβρίου 1932 και εντάχθηκε στην ποιητική συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
- α’ έκδοση: Μάιος 1940.
* Παραλλαγή
του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή, κριτικού και
ιδρυτικού μέλους της “La Pléiade” Joachim du
Bellay (1522-1560),
από την ποιητική συλλογή Les
Regrets
(γραμμένη στη Ρώμη από το 1553 έως
το 1557, α’ έκδοση: Παρίσι 1558):
Heureux qui, comme Ulysse, a
fait un beau voyage
(=Ευτυχισμένος όποιος, σαν
τον Οδυσσέα, έκανε ένα όμορφο ταξίδι)
** Πβ.
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, στίχοι
57-59:
κι εκείνος λαχταρώντας και μονάχα καπνό απ' τον
τόπο του να δει ν' ανηφορίζει, ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.
(Μετάφραση: Νίκος
Καζαντζάκης - Iωάννης Κακριδής).